Συμπληρώθηκαν φέτος εκατό χρόνια από την ημέρα (2 Αυγούστου 1913) κατά την οποία ο κυνηγός Χρήστος Κάκαλος μαζί με τους Ελβετούς Φρεντερίκ Μπουασονά και Ντανιέλ Μπο-Μποβί πάτησαν την υψηλότερη κορυφή του μυθικού βουνού, τον Μύτικα. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν πολλά λόγια ώστε να περιγράψει κανείς τόσο το θέαμα που αντίκρισαν οι συγκεκριμένοι άνθρωποι όσο και τα συναισθήματα που νιώθει οποιοσδήποτε ανεβαίνει στον Όλυμπο. Ακόμα και οι φωτογραφίες είναι δύσκολο να αποτυπώσουν το ακαταμάχητο μεγαλείο της φύσης, το οποίο συναντήσαμε κατά την ανάβασή μας στο βουνό των θεών, το σαββατοκύριακο 27 και 28 Ιουλίου.
Με γεμάτες τσάντες και οπλισμένοι με τεράστια θέληση, αφήσαμε τον καύσωνα της πόλης για να ζήσουμε κάτι που έμελλε να είναι μοναδικό. Παρκάραμε το αυτοκίνητο στο 13ο χμ της διαδρομής από το Λιτόχωρο για τα Πριόνια, στη θέση «Γκορτσιά» (1.120 μ.): από εκεί ξεκινά ένα ανηφορικό μονοπάτι μήκους 13,4 χμ με πολύ καλή σήμανση, το οποίο ακολουθήσαμε για να φτάσουμε στο Οροπέδιο των Μουσών και στο καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» που ήταν ο τελικός μας προορισμός.
Στη συνέχεια, τη σκυτάλη για να μας συντροφεύσουν πήραν τεράστια αιωνόβια ρόμπολα, άλλοτε πυκνότερα και άλλοτε αραιότερα. Σε μια πλαγιά μάς περίμενε και ένα κοπάδι προβάτων, με τον βοσκό να τα προσέχει εξ αποστάσεως. Πλησιάζοντας τη Σκούρτα (2.476 μ.), το τοπίο αλλάζει απότομα και γίνεται αλπικό: τα δέντρα αντικαθίστανται από χαμηλή θαμνώδη βλάστηση και πέτρες. Παράλληλα, οι κορυφές του βουνού γίνονται ολοένα και πιο ευδιάκριτες, ενώ η ακτογραμμή της Πιερίας φαντάζει ατελείωτη από τόσο ψηλά.
Μπροστά μας φάνηκε ο κοφτερός Λαιμός, ένα από τα εντυπωσιακότερα κομμάτια του μονοπατιού. Πρόκειται για μια στενή ράχη ανάμεσα σε δύο γκρεμούς, που καταλήγει στο «πέρασμα του Γιώσου» (με μεταλλικά στηρίγματα στο βράχο και συρματόσχοινο, που παρακάμπτεται όμως το καλοκαίρι) και έπειτα στο Οροπέδιο των Μουσών (2.600 μ.). Ο ιδρώτας έρρεε ποτάμι και πάγωνε στις πλάτες μας λόγω του κρύου αέρα που φυσούσε, παρόλο που ο ήλιος έκαιγε ακριβώς από πάνω. Αλλά η κάθε ταλαιπωρία σβηνόταν άμεσα, καθώς το μάτι δεν χόρταινε να παρατηρεί τις απείρου κάλλους τοποθεσίες.
Προχωρώντας στο τελευταίο τμήμα της πορείας μας, το Στεφάνι -ή αλλιώς, ο θρόνος του Δία- υψώθηκε ανυπέρβλητο μπροστά μας. Αφήσαμε στα αριστερά το καταφύγιο «Χρήστος Κάκαλος» (2.650 μ.) και οδηγηθήκαμε στο καταφύγιο «Γιώσος Αποστολίδης» (2.695 μ. ή 2.760 μ. σύμφωνα με την ταμπέλα που υπάρχει εκεί), στο οποίο φάγαμε ένα πιάτο φαΐ και ήπιαμε ένα ποτήρι τσίπουρο, αποσβολωμένοι από το σχεδόν τρομακτικό θέαμα. Το ηλιοβασίλεμα απαράμιλλης ομορφιάς, σεληνιακό τοπίο, υγρό κλίμα και το λιγοστό νερό παγωμένο.
Μετά από ένα πολύ πρωινό ξύπνημα, αφού ετοιμάσαμε τις τσάντες μας, περάσαμε κάτω από το Στεφάνι, πήραμε το δρόμο για το Λούκι και οι πιο θαρραλέοι για την αναρρίχηση στον Μύτικα (2.919 μ.). Έπειτα από την επικίνδυνη κατάβαση, αγκαλιές, φιλιά και λίγες τελευταίες λέξεις πριν την επιστροφή προς το Λιτόχωρο: εξαντλημένοι και πιασμένοι, μα χαμογελαστοί και τόσο χαρούμενοι για την ασύλληπτη εμπειρία, ανανεώσαμε το ραντεβού για κάποιο άλλο μονοπάτι που θα μας φέρει του χρόνου να περπατήσουμε στα βήματα των θεών.