Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 15, 2006

Εργασία για τη Σύγχρονη Ελληνική Πολιτική και Συνταγματική Ιστορία (1940-1986)

Για αρχειακούς λόγους κυρίως, παραθέτω τη δεύτερη πανεπιστημιακή μου εργασία (στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ.) για το μάθημα της Σύγχρονης Ελληνικής Πολιτικής και Συνταγματικής Ιστορίας, 1940-1986. Αφορά τον Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή και επικεντρώνεται στην πρώτη πρωθυπουργική του θητεία (1955-1963). Τέθηκε υπόψιν του καθηγητή κ. Γιώργου Αναστασιάδη.

Εισαγωγή
Ένας από τους ανθρώπους που σφράγισαν με την παρουσία τους την πολιτική ζωή της Ελλάδας είναι, αναμφίβολα, ο Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής. Υπήρξε ένας από τους τελευταίους ηγέτες όχι μόνο της ελληνικής αλλά της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας, μια και με τις πράξεις του σημάδεψε τις εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στην εξωτερική πολιτική. Βέβαια, όπως κάθε άνθρωπος που ασχολείται με την πολιτική, έτσι και ο Κ. Καραμανλής αναπόφευκτα περιέπεσε σε κάποια ολισθήματα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του· λάθη τα οποία συμπεραίνονται εκ των υστέρων και δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν εκείνη τη στιγμή.
Στόχος αυτής της εργασίας δεν είναι να δημιουργήσει μια ακόμη «αγιογραφία» του Καραμανλή -που δεν την έχει ανάγκη άλλωστε-, ούτε να κατακρίνει με εμπάθεια κάποιες επιλογές του. Σκοπός είναι η όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτη και αντικειμενική παρουσίαση των γεγονότων που είχαν ως βασικό πρωταγωνιστή τον ίδιο και η ουσιώδης αποτύπωση του έργου του.
Ωστόσο, η μακροβιότατη πολιτική ιστορία του Κ. Καραμανλή δεν επιτρέπει την καταγραφή της σε λίγες μονάχα σελίδες. Γι’ αυτό, επιλέχθηκαν να παρουσιαστούν τα πεπραγμένα του πολιτικού αυτού κατά τη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργίας του (1955-1963)· από τον διορισμό του ως πρωθυπουργού μέχρι την παραίτησή του και την αυτοεξορία του στο Παρίσι. Θεωρήθηκε αυτό σκόπιμο, καθώς η περίοδος εκείνη ήταν ιδιαίτερα ταραχώδης και ενδιαφέρουσα συνάμα, ενώ το διάστημα της Μεταπολίτευσης και της επιστροφής του Καραμανλή από το εξωτερικό μέχρι τη δεύτερη θητεία του στην προεδρία της Δημοκρατίας είναι γεγονότα πιο πρόσφατα και υπάρχουν πολύ περισσότερες πληροφορίες γι’ αυτά –αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Έτσι, μετά από ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα που επικεντρώνεται περιγραφικά στα σημαντικότερα σημεία της ζωής του, ακολουθούν πέντε από τα σημαντικότερα γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της περιόδου 1955-1963 με πρωταγωνιστή (είτε άμεσο είτε έμμεσο) τον ίδιο τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στη συνέχεια, υπάρχει το κυριότερο έργο που επιτελέστηκε επί της πρώτης πρωθυπουργίας του σε κάθε τομέα ξεχωριστά, ενώ η εργασία ολοκληρώνεται με την παράθεση φωτογραφιών της εποχής.

Σύντομη βιογραφία
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής γεννήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου/8 Μαρτίου 1907 στην κωμόπολη Πρώτη -παλαιότερη ονομασία Κιούπκιοϊ- της περιφέρειας Σερρών. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Καραμανλής, δάσκαλος στο επάγγελμα και μαχητής σε όλες τις φάσεις του εθνικού αγώνα των Ελλήνων της Μακεδονίας.
Την περίοδο 1913-1924, μαθήτευσε στα σχολεία, διαδοχικά, της Πρώτης, της Νέας Ζίχνης, των Σερρών και τελικά, στην Αθήνα, ενώ φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου των Αθηνών (1925-1929). Μετά την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, άσκησε τη δικηγορία στην πόλη των Σερρών.
To 1935, εισήλθε στον πολιτικό στίβο ως βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος, πράγμα το οποίο επαναλήφθηκε την επόμενη χρονιά, όταν εκλέχτηκε στην πρώτη θέση του συνδυασμού. Στη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά (1936-1940), αρνήθηκε να συνεργαστεί με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου και επανήλθε στο δικηγορικό λειτούργημα. Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου ο Καραμανλής παρουσιάστηκε για να στρατευθεί στο Σιδηρόκαστρο, αλλά κρίθηκε ανίκανος να υπηρετήσει λόγω βαρηκοΐας. Κατά τη γερμανική Κατοχή, ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία. Μόνο μετά τη διάσκεψη των Ελλήνων πολιτικών ηγετών τον Μάιο του 1944 στο Λίβανο, ο Καραμανλής αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα για την πολιτική του ενεργοποίηση και διέφυγε από την Ελλάδα στην Αίγυπτο. Επανήλθε στην απελευθερωμένη Αθήνα μετά την κατάρρευση των Γερμανών, μαζί με τους υπόλοιπους πολιτικούς. Ωστόσο, δεν συμμετείχε στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, ούτε και είχε κάποια συμμετοχή στην ανώμαλη πολιτική περίοδο που σηματοδοτήθηκε από τα Δεκεμβριανά.
Επέστρεψε στην ενεργό πολιτική το 1946, όταν έλαβε μέρος στις εκλογές αυτού του έτους και εκλέχτηκε βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος στις Σέρρες, στις πρώτες εκλογές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Για λόγους υγείας μετέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ συμμετείχε και σε επίσημη αποστολή ενημέρωσης της αμερικανικής κυβέρνησης για τις οικονομικές ανάγκες της Ελλάδας. Στο διάστημα 1946-1952, ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά της ελληνικής πολιτικής σκηνής, καθώς θήτευσε σε πολλά υπουργεία.
Για πρώτη φορά είχε ορκιστεί υπουργός Εργασίας στις κυβερνήσεις Κ. Τσαλδάρη και Δ. Μαξίμου (από το Νοέμβριο του 1946 μέχρι το Φεβρουάριο του 1947). Το 1948, έγινε υπουργός Μεταφορών στην κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη, θέση από την οποία συνέβαλε στην αποκατάσταση και επέκταση του συγκοινωνιακού δικτύου και του δικτύου ηλεκτροδότησης και ήρθε σε ρήξη με την υπό βρετανικό έλεγχο Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών-Πειραιώς. Το Νοέμβριο του 1948 ορκίστηκε υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, θέση όπου παρέμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1950, και επικεντρώθηκε στον επαναπατρισμό και την παραγωγική επαναδραστηριοποίηση χιλιάδων αγροτών, προσφύγων, θυμάτων του εμφυλίου πολέμου.
Το 1950, εκλέχτηκε και πάλι βουλευτής στις Σέρρες, και στο διάστημα Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου κράτησε το υπουργείο Εθνικής Αμύνης στη βραχύβια κυβέρνηση συνασπισμού των Σ. Βενιζέλου-Κ. Τσαλδάρη.
Συνέβαλε στην αναζήτηση ενός νέου σχήματος ικανού να αποκαταστήσει τη σταθερότητα και την ανανέωση της πολιτικής ζωής, το 1951. Γι’ αυτό, προσχώρησε στον Ελληνικό Συναγερμό, υπό την ηγεσία του Αλ. Παπάγου. Επανεκλέχτηκε στις νέες γενικές εκλογές, το Σεπτέμβριο, και παντρεύτηκε την Αμαλία Α. Μεγαπάνου-Κανελλοπούλου, ανιψιά του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Την περίοδο 1952-1955, ανέλαβε υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση Παπάγου· από το Δεκέμβριο 1954, και το υπουργείο Συγκοινωνιών. Από τα σημαντικότερα έργα αξίζει να αναφέρουμε την υδροδότηση της Αθήνας από τη λίμνη Υλίκη, τον εξωραϊσμό της περιοχής της Ακρόπολης στην Αθήνα, το νέο δρόμο Αθηνών-Κορίνθου, τη διάνοιξη λεωφόρων στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη και την ταχύτατη αποκατάσταση των ζημιών από τους σεισμούς του 1953 στο Βόλο, τη Σαντορίνη και τα Ιόνια Νησιά με τη χρησιμοποίηση του στρατού. Άλλοι στόχοι του ήταν ο σχεδιασμός και η εκτέλεση εκτεταμένου προγράμματος έργων βραχυπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης απόδοσης, αποφασιστικής σημασίας για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας: εξηλεκτρισμός υπαίθρου, αποξηραντικά και εγγειοβελτιωτικά έργα· κατασκευή, επισκευή και επέκταση λιμένων και αεροδρομίων, απαρχή προγράμματος τουριστικής ανάπτυξης.
Βεβαίως, πρέπει να σημειωθεί ότι στον Κ. Καραμανλή καταμαρτυρούν, και τον επικρίνουν γι’ αυτό, ότι «εφηύρε» τη μέθοδο της αντιπαροχής, με την οποία τσιμεντοποιήθηκαν όλες οι μεγάλες πόλεις και κυρίως η Αθήνα, όπου μετεγκαταστάθηκε ο μισός περίπου πληθυσμός της Ελλάδας. Οι επικριτές του υποστηρίζουν πως μπορούσε με άλλους τρόπους να δώσει ώθηση στην οικονομία της χώρας τη δεκαετία του ’50 και του ’60. Όμως, ο ίδιος πίστεψε ότι μόνο με την ανοικοδόμηση και τα κίνητρα γι’ αυτήν θα γινόταν εφικτό να καταπολεμήσει τη φτώχεια, τη μεγάλη ανεργία και να εμφανίσει αυξημένους ρυθμούς ανάπτυξης για ένα καλύτερο μέλλον των Ελλήνων. Η ιστορία πιθανώς να μην τον δικαιώσει γι’ αυτήν τη «μεγάλη ανακάλυψη.
Παρόλ’ αυτά, λόγω της απρόσμενα υψηλής του απόδοσης στον υπουργικό θώκο, όταν πέθανε ο Παπάγος και επρόκειτο να βρεθεί ο αντικαταστάτης του, ο βασιλιάς Παύλος τον πρότεινε αμέσως για πρωθυπουργό, παρακάμπτοντας τον Στ. Στεφανόπουλο και τον Π. Κανελλόπουλο, δύο έμπειρους πολιτικούς του Συναγερμού οι οποίοι είχαν ευρέως θεωρηθεί ως οι πιθανότεροι αντικαταστάτες του Παπάγου. Έτσι, ανέλαβε για πρώτη φορά την πρωθυπουργία στις 6 Οκτωβρίου 1955. Οι στόχοι της πρώτης κυβέρνησης Καραμανλή ήταν η επίλυση του Κυπριακού, ο εκσυγχρονισμός της εθνικής οικονομίας και η αναμόρφωση του δημοσίου βίου της χώρας.
Πριν καταπιαστεί με την επίτευξη των στόχων αυτών, στις 4 Ιανουαρίου 1956 προχώρησε στην ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.), στην οποία προσχώρησαν οι 170 από τους 200 περίπου βουλευτές του Ελληνικού Συναγερμού. Με την κίνηση αυτή κατόρθωσε να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας για οκτώ περίπου χρόνια, αφού παρέμεινε πρωθυπουργός από το 1955 έως το 1963, καθώς εξασφάλισε απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία σε τρεις διαδοχικές εκλογές (1956, 1958 και 1961). Το 1959 ανήγγειλε ένα πενταετές σχέδιο (1960-1964) για την ελληνική οικονομία εστιασμένο στη βελτίωση της γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής, την επένδυση σε υποδομές και την προώθηση του τουρισμού.
Τον Ιούνιο του 1963, παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία, μετά από διαφωνία με το βασιλιά Παύλο, και πραγματοποίησε τετράμηνη αποδημία στο εξωτερικό. Το Νοέμβριο, η Ε.Ρ.Ε. χάνει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις γενικές εκλογές και οριστικά αναχωρεί για το εξωτερικό μετά τη διαπίστωση ότι δεν προσφέρονται οι συνθήκες για τη συνέχιση του έργου του.
Έφυγε στο Παρίσι με το επίθετο Τριανταφυλλίδης, για να μη διαδοθεί γρήγορα το γεγονός της αναχώρησής του. Εκεί, ιδιώτευσε μέχρι τη Μεταπολίτευση, συνάπτοντας σημαντικές φιλίες με Ευρωπαίους πολιτικούς ηγέτες, πράγμα που του χρησίμευσε ιδιαίτερα για τη μετέπειτα ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. Επέστρεψε στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974 μετά από εννέα χρόνια παραμονής στο εξωτερικό. Την προηγούμενη ημέρα η στρατιωτική ηγεσία της δικτατορίας είχε καλέσει σε σύσκεψη υπό τον «Πρόεδρο της Δημοκρατίας» στρατηγό Φαίδωνα Γκιζίκη τους πολιτικούς αρχηγούς για να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας. Μετά από μακρά συζήτηση αποφασίστηκε με προτροπή του Ευάγγελου Αβέρωφ να κληθεί ο Κ. Καραμανλής από το Παρίσι, όπου διέμενε. Εκείνος δέχθηκε και επέστρεψε στην Ελλάδα με το προσωπικό αεροπλάνο του προέδρου της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ' Εστέν. Στο αεροδρόμιο τον περίμεναν χιλιάδες λαού.
Ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας, αφού έθεσε δυο όρους: πρώτον οι Ένοπλες Δυνάμεις να περιοριστούν στα στρατιωτικά τους καθήκοντα και δεύτερον, την προσπάθειά του να στηρίξουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Ο Καραμανλής ως πρωθυπουργός της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας επέλεξε την αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ ως αντίδραση για την άρνηση του στρατιωτικού συνασπισμού να αντιταχθεί στην προέλαση των Τούρκων στην Κύπρο (Αττίλας 2), αντικατέστησε τη χουντική ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, νομιμοποίησε το Κ.Κ.Ε. μετά από 26 χρόνια παρανομίας και διεξήγαγε τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974.
Στις εκλογές αυτές αναδείχθηκε νικήτρια η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που ίδρυσε ο ίδιος ο Καραμανλής στη θέση της προδικτατορικής Ε.Ρ.Ε. με ποσοστό 54% και κατέλαβε 220 έδρες στη Βουλή. Το ίδιο θα επαναληφθεί στις εκλογές του 1977 οπότε η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις εκλογές με ποσοστό 41,84% και θα εκλέξει 172 βουλευτές. Ο Καραμανλής ως πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας θα παραμείνει στην πρωθυπουργία έως τις 15 Μαΐου 1980 οπότε και θα μεταπηδήσει στην Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Επίσης, είχε διενεργήσει δημοψήφισμα το Δεκέμβριο του 1974 για τη μορφή του πολιτεύματος, στο οποίο ο ελληνικός λαός με 69,1% επέλεξε την αβασίλευτη δημοκρατία. Ο Καραμανλής τήρησε στάση απόλυτης ουδετερότητας, μια ουδετερότητα που δεν αποδείχθηκε ευμενής για τη μοναρχία. Οι πρωταίτιοι της Δικτατορίας παραπέμφθηκαν σε δίκη και καταδικάστηκαν, ενώ επίσης διεξήχθησαν μια σειρά από δίκες με κατηγορούμενους τους βασανιστές των αγωνιστών στη διάρκεια της Δικτατορίας. Η εδραίωση της Δημοκρατίας ήρθε επίσης με την ψήφιση από τη Βουλή νέου Συντάγματος το 1975, με το οποίο κατοχυρώνονταν η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Το Μάιο του 1985, τον διαδέχθηκε ο Χρήστος Σαρτζετάκης στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ εκλέχτηκε για δεύτερη φορά από τον Μάιο του 1990 έως τον Μάρτιο του 1995, οπότε ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Κωστής Στεφανόπουλος.
Ο Καραμανλής αποσύρθηκε από την πολιτική σκηνή το 1995 στην ηλικία των 88 ετών έχοντας κερδίσει 5 κοινοβουλευτικές εκλογές, και έχοντας περάσει 14 έτη ως πρωθυπουργός, 10 έτη ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και συνολικά περισσότερο από 60 έτη στην ενεργό πολιτική. Για τη μακροχρόνια υπηρεσία του στη δημοκρατία και την ευρωπαϊκή ενότητα, του απονεμήθηκε το 1978 το διάσημο βραβείο Καρλομάγνου. Πέθανε μετά από σύντομη ασθένεια το 1998, σε ηλικία 91 ετών.


(Ι) Σημαντικά πολιτικά γεγονότα
α. Ο διορισμός του Κ. Καραμανλή στην πρωθυπουργία (1955)
Στις 4 Οκτωβρίου 1955 πέθανε ο στρατηγός-πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος, μετά από μακρά ασθένεια. Προτού πεθάνει ο αρχηγός του Ελληνικού Συναγερμού είχε ορίσει αναπληρωτή του τον αντιπρόεδρο του κόμματος, Στέφανο Στεφανόπουλο. Το γεγονός αυτό είχε προκαλέσει την αντίδραση του άλλου αντιπροέδρου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, αλλά όταν επήλθε ο θάνατος του πρωθυπουργού οι περισσότεροι βουλευτές θεωρούσαν βέβαιο ότι η εντολή για την πρωθυπουργία θα δοθεί στον Στ. Στεφανόπουλο. Ωστόσο, στις 5 Οκτωβρίου ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ενώ επρόκειτο μετά από 48 ώρες να συνέλθουν οι βουλευτές του κόμματος για να εκλέξουν νέο αρχηγό.
Η πρώτη κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή ορκίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1955 και πήρε ψήφο εμπιστοσύνης από το κοινοβούλιο. Παράλληλα, η κοινοβουλευτική ομάδα του Ελληνικού Συναγερμού ανέθεσε σε πενταμελή διοικούσα επιτροπή (Κ. Καραμανλής, Εμμ. Τσουδερός, Στ. Στεφανόπουλος, Π. Κανελλόπουλος, Γ. Ροδόπουλος) ­ την ηγεσία του κόμματος.
Στις 4 Ιανουαρίου 1956 ο Κ. Καραμανλής ανήγγειλε την ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.). Οι εκλογές έγιναν στις 19 Φεβρουαρίου 1956 και η Ε.Ρ.Ε. πήρε το 47,38% των ψήφων και 165 έδρες στη Βουλή. Αυτή η λαϊκή ετυμηγορία, ουσιαστικά, εξάγνισε την αυθαίρετη επιλογή του βασιλιά να διορίσει πρωθυπουργό τον Καραμανλή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η συγκεκριμένη πράξη δεν υπήρξε σφόδρα αντισυνταγματική. Σ’ αυτή τη θέση συγκλίνουν οι απόψεις σχεδόν όλης της συνταγματικής θεωρίας της εποχής, καθώς και του τότε πολιτικού κόσμου.
Ο Αλ. Βαμβέτσος χαρακτηρίζει την παρέμβαση του βασιλιά Παύλου «σαφή και καθαράν εκτροπήν εκ του πολιτεύματος, καθαράν εύνοιαν, (…) καθαράν δηλαδή ανάμιξιν εις κομματικά έργα», ενώ ο Αρ. Μάνεσης τονίζει πως «δεν ανήκει εις τας κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητας του ανευθύνου ανωτάτου άρχοντος ο διορισμός της ηγεσίας των πολιτικών κομμάτων». Όμως, οι Π. Δαγτόγλου και Χ. Σγουρίτσας, αν και είχαν εκφράσει τους ενδοιασμούς τους, δεν απέκλειαν ολοσχερώς τη βασιλική πρωτοβουλία: ο πρώτος αποδεχόμενος την παρέμβαση του στέμματος όταν «αι προτιμήσεις της πλειοψηφίας της Βουλής είναι αβέβαιαι» και ο τελευταίος «όταν το κυβερνών κόμμα δεν είναι εις θέσιν να εκλέξει τον νέον του αρχηγόν».
Η αντιπολίτευση, από την πλευρά της, θεώρησε την ενέργεια του βασιλιά «βασιλικό πραξικόπημα» και χαρακτήρισε το διορισμό του Κ. Καραμανλή «αντισυνταγματική πράξη». Όπως είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου στη Βουλή: «Με την επέμβασιν έξωθεν και άνωθεν θα ήτο δυνατόν να επέρχονται ρήγματα εις τα κόμματα και να καθιερούνται δι’ επιβολής οι ηγέται των. (…) Εις τας κοινοβουλευτικάς χώρας τους πρωθυπουργούς καθιερώνουν τα κόμματα και ο λαός και ουδείς άλλος».
Γενικά, κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει ποια θα ήταν η εξέλιξη στην πολιτική ζωή της Ελλάδας αν δεν υπήρχε η συγκεκριμένη βασιλική παρέμβαση. Πάντως, αποδείχτηκε για πολλοστή φορά -για πρώτη όμως στα πλαίσια του συνταγματικά θεσπισμένου κοινοβουλευτικού συστήματος- η αντικειμενική δυσκολία που πήγαζε από την αρμοδιότητα του διορισμού της κυβέρνησης από το βασιλιά.


β. Η ίδρυση και η πορεία της Ε.Ρ.Ε. (1956-1967)
Λίγους μήνες αφότου διορίστηκε ως πρωθυπουργός, ο Κ. Καραμανλής αποφάσισε να ανανεώσει την πολιτική-κομματική ταυτότητα της χώρας για να προχωρήσει στο μεταρρυθμιστικό του έργο. Έτσι, στις 4 Ιανουαρίου 1956 προχώρησε στην ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (Ε.Ρ.Ε.), στην οποία προσχώρησε το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών του Ελληνικού Συναγερμού -οι 170 από τους 200. Με την κίνηση αυτή κατόρθωσε να κυριαρχήσει τόσο στο χώρο της Δεξιάς, όσο και στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, μια και το κόμμα του είχε την απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή από το 1956 ως το 1963.
Στις εκλογές του Φεβρουαρίου του 1956, η Ε.Ρ.Ε. έλαβε 165 κοινοβουλευτικές έδρες με ποσοστό μικρότερο (47,38%) από την Δημοκρατική Ένωση (48,15%) -συνασπισμό κεντροαριστερών και αριστερών κομμάτων. Ο νέος εκλογικός νόμος που καθιέρωνε ένα περίεργο εκλογικό σύστημα είχε ψηφιστεί μόνο από την κυβερνητική πλειοψηφία λίγο πριν από τη διάλυση της Βουλής και συνέβαλε στο εκλογικό αποτέλεσμα. Όπως έχει υπολογίσει ο Ηλίας Νικολακόπουλος, η Ε.Ρ.Ε. θα σχημάτιζε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ακόμη κι αν η Δ.Ε. συγκέντρωνε το 50,4% των ψήφων.
Το Μάιο του 1958, ο Κ. Καραμανλής και η Ε.Ρ.Ε. διατηρούνται στην εξουσία παρά τις φθορές καταλαμβάνοντας 171 έδρες και ποσοστό 41,16%. Η μεγάλη, βέβαια, έκπληξη των εκλογών ήταν το γεγονός πως η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά (Ε.Δ.Α.) πήρε 24,42% των ψήφων και έγινε αξιωματική αντιπολίτευση.
Στις εκλογές του 1961, που χαρακτηρίστηκαν εκλογές «βίας και νοθείας» (βλέπε παρακάτω, Ιγ.), η Ε.Ρ.Ε. επικράτησε με 50,81% και κατέλαβε 176 έδρες. Για πρώτη φορά μετά την ίδρυσή της ηττάται στις εκλογές του 1963 (132 έδρες, 39,37%) και ο Καραμανλής αναχωρεί για το εξωτερικό. Πρόεδρος του κόμματος αναλαμβάνει ο Π. Κανελλόπουλος, που λαμβάνει 107 έδρες και ποσοστό 35,26%, στις εκλογές του 1964, στις οποίες συνασπίστηκε με τον Σπ. Μαρκεζίνη του Κόμματος των Προοδευτικών.


γ. Οι εκλογές «βίας και νοθείας» (1961)
Το φθινόπωρο του 1961, η διεθνής ένταση είχε αυξηθεί επικίνδυνα, ιδιαίτερα μετά την ανέγερση του Τείχους του Βερολίνου μέσα σε μερικές νύχτες στα μέσα του Αυγούστου. Ο ψυχρός πόλεμος κινδύνευε να μετατραπεί σε ανοιχτή σύγκρουση με επίκεντρο την Ευρώπη. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα έντασης, ο Κ. Καραμανλής αντιμετωπίζοντας την ενισχυμένη από τις εκλογές του 1958 Ε.Δ.Α. και τη διασπορά των κεντρώων δυνάμεων σε πολλά κόμματα, υποβάλλει την παραίτηση της κυβέρνησής του στις 20 Σεπτεμβρίου, διαλύει τη Βουλή και προκηρύσσει εκλογές για την Κυριακή 29 Οκτωβρίου 1961. Στο μεταξύ, κυκλοφορούν φήμες ότι έχει τριβές με τα ανάκτορα. Η προκήρυξη των εκλογών ωθεί σε συσπείρωση τόσο τους κεντρώους πολιτικούς όσο και τους Αριστερούς. Έτσι δημιουργείται: η Ένωσις Κέντρου (Ε.Κ.) με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου και ο εκλογικός συνασπισμός Π.Α.Μ.Ε. (Πανδημοκρατικό Αγροτικό Μέτωπο Ελλάδας) με βασικό κορμό την Ε.Δ.Α. και τους αριστερούς συνεργαζόμενους πολιτικούς, όπως Γρ. Λαμπράκης και Ν. Μανδηλαράς.
Οι εκλογές, όμως, γίνονται από την υπηρεσιακή κυβέρνηση του στρατηγού Κ. Δόβα, αρχηγού του στρατιωτικού οίκου του βασιλιά, υπό την ανοχή της οποίας εφαρμόζεται το «σχέδιον Περικλής» για την τρομοκράτηση των εκλογέων και τη νόθευση του εκλογικού αποτελέσματος. Έτσι, τα αποτελέσματα των εκλογών δίνουν στην Ε.Ρ.Ε. 50,79% και 176 έδρες, στην Ε.Κ. 33,69% και 100 έδρες και στο Π.Α.Μ.Ε. 14,65% και 24 έδρες.
Προεκλογικά, όμως, αλλά και μετά τις εκλογές, οι καταγγελίες για βία και νοθεία, όχι μόνο εις βάρος των αριστερών αλλά και των κεντρώων, φθάνουν σωρηδόν στα γραφεία των κομμάτων και των εφημερίδων. Οι καταγγελίες αυτές δεν προέρχονται μόνο από τους ενδιαφερόμενους πολιτικούς ή κομματικά στελέχη, αλλά και από δικηγόρους που είχαν οριστεί δικαστικοί αντιπρόσωποι.
Το κλίμα της βίας και της φοβίας αναστρέφεται και δημιουργείται μια ατμόσφαιρα δημοκρατικής αντίστασης στην Αθήνα. Ισχυρή ώθηση στη δημιουργία αυτού του κλίματος δημοκρατικής αντίστασης δίνουν οι δηλώσεις του Γεωργίου Παπανδρέου την Τρίτη 31 Οκτωβρίου 1961 που δημοσιεύονται την επομένη στον αντικυβερνητικό τύπο με πρωτοσέλιδους τίτλους: «Εξ ονόματος της Ενώσεως Κέντρου καταγγέλλω ενώπιον του Ελληνικού Λαού και ενώπιον του Ανωτάτου Άρχοντος τα εκλογικά αποτελέσματα, ως προϊόν βίας και νοθείας». Και σε άλλο σημείο τόνιζε: «Εν πλήρη επιγνώσει των ιστορικών ευθυνών της, η Ένωσις του Κέντρου θεωρεί χρέος τιμής να διακηρύξει ότι η Κυβέρνησις, την οποίαν πρόκειται να σχηματίσει η Ε.Ρ.Ε. στηριζομένη εις την αθέμιτον κοινοβουλευτικήν αυτοδυναμίαν της δεν είναι νόμιμος κυβέρνησις του Ελληνικού Λαού» (ΤΟ ΒΗΜΑ, 1.11.1961, σελ. 1). Έτσι, η Ε.Κ. με σημαντική καθυστέρηση, καθώς είχαν προηγηθεί οι καταγγελίες της Ε.Δ.Α. για το «σχέδιον Περικλής», αναγκάστηκε να καταγγείλει τις προεκλογικές πράξεις βίας, ενώ ο Γ. Παπανδρέου ανύψωσε και το λάβαρο του ακροτελεύτιου τότε άρθρου του Συντάγματος, 114, που κατέληγε: «Και το Σύνταγμα έχει εμπιστευθεί την τήρησιν του εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων».
Ανάλογη ανακοίνωση είχε κάνει και το Π.Α.Μ.Ε., όπως και ο Σπ. Μαρκεζίνης για το Κόμμα των Προοδευτικών. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δόβα έσπευσε να διαμαρτυρηθεί, όπως και ο Κ. Καραμανλής εκ μέρους της Ε.Ρ.Ε.
Στο μεταξύ, ο Γ. Παπανδρέου ζήτησε συνάντηση από τον βασιλιά Παύλο, για να του εξηγήσει την κατάσταση και να του ζητήσει να μην προχωρήσει στην ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβέρνησης στον Κ. Καραμανλή. Τα ανάκτορα, όμως, έδωσαν την εντολή στον Κ. Καραμανλή ορίζοντας τη Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1961 ως ημέρα ορκωμοσίας της κυβέρνησης Καραμανλή και την Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 1961 ως ημέρα ακρόασης του Γ. Παπανδρέου.
Ύστερα απ' όλα αυτά, ο αρχηγός της Ένωσης Κέντρου απέσυρε το αίτημα για ακρόαση και αποφάσισε η Ένωση Κέντρου να βγάλει Μαύρη Βίβλο για τη βία και τη νοθεία στις εκλογές, πράγμα που έκανε και η Ε.Δ.Α.
Πάντως, την Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 1961, περίπου 400 δικηγόροι της Αθήνας που είχαν υπηρετήσει ως δικαστικοί αντιπρόσωποι σε όλη τη χώρα συγκεντρώθηκαν στο θέατρο «Μουσούρη» και αφού κατέγραψαν εκατοντάδες περιστατικά βίας που εβίωσαν, κατάγγειλαν με ψήφισμα τη φυσική και ψυχολογική βία που οι κρατικοί και οι παρακρατικοί μηχανισμοί άσκησαν εις βάρος των εκλογέων.
Μέσα σ' αυτό το αντιφατικό και ταραγμένο κλίμα έγινε η πρώτη σύσκεψη των βουλευτών της Ένωσης Κέντρου την Τρίτη 14 Νοεμβρίου. Στην προκήρυξη που ενέκριναν ομόφωνα οι βουλευτές, ύστερα από εισήγηση του Γ. Παπανδρέου, κηρύχθηκε για πρώτη φορά ο Ανένδοτος Αγώνας.
Το κείμενο της ιστορικής προκήρυξης αναφέρει ότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ένωσης Κέντρου ομόφωνα: «(...) Καταγγέλλει το όργιον της βίας και της νοθείας, με το οποίον παρεβιάσθη το Δημοκρατικόν Πολίτευμα της χώρας, εστραγγαλίσθη η αληθής θέλησις του Ελληνικού Λαού και μετεβλήθη η λαϊκή μειοψηφία της ΕΡΕ εις κοινοβουλευτικήν πλειοψηφίαν και Κυβέρνησιν της χώρας.
«Θεωρεί έγκλημα κατά του Έθνους, ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας διετάχθησαν να εκτραπούν από την ευγενεστάτην αποστολήν των στρατιωτών της πατρίδος εις υπηρέτας φατρίας και εις στραγγαλιστάς της θελήσεως του Ελληνικού Λαού.
«Η κοινοβουλευτική ομάς της Ενώσεως Κέντρου διακηρύττει ότι δεν αναγνωρίζει την Κυβέρνησιν της ΕΡΕ ως νόμιμον Κυβέρνησιν της χώρας. Και υπόσχεται εις τον Ελληνικό Λαόν, ότι κατεχομένη από πλήρη επίγνωσιν των ιστορικών ευθυνών της, θα διατηρήση αρραγή ενότητα και θα αποδυθή εις ανένδοτον αγώνα προς υπεράσπισιν και αποκατάστασιν της Δημοκρατίας» (ΤΟ ΒΗΜΑ, 15.11.61).
Από την επομένη άρχισε το μπαράζ των καταγγελιών με συγκεκριμένα στοιχεία για το όργιο της βίας και της νοθείας. Οι καταγγελίες αυτές επιβεβαιώθηκαν σχεδόν όλες, καθώς και άλλες, όταν αποκαλύφθηκε το 1964 το «σχέδιον Περικλής».
Αργότερα, αποκαλύφθηκε πως ο Κ. Καραμανλής είχε δηλώσει σε ιδιωτικές συνομιλίες: «Αυτή η άτιμη η Βασιλική Χωροφυλακή, το παράκανε», για να εναντιωθεί με αυτόν τον τρόπο στην έκταση των γεγονότων του 1961.


δ. Η πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (1963)
Η πρόταση αναθεώρησης μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος, που χαρακτηρίστηκε ως προσπάθεια για «βαθειά τομή» κατατέθηκε στη Βουλή στις 21 Φεβρουαρίου 1963 από 26 βουλευτές της Ε.Ρ.Ε., μετά από σύσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας υπό τον Κ. Καραμανλή.
Τα περισσότερα κόμματα της αντιπολίτευσης, αν και συμφωνούσαν στην κατεύθυνση των αλλαγών στο συνταγματικό πλαίσιο, διαφωνούσαν ως προς τις προθέσεις του κυβερνώντος κόμματος. Έτσι, ο αρχηγός της Ε.Κ. Γ. Παπανδρέου χαρακτήρισε πολιτικό αντιπερισπασμό την κίνηση του Κ. Καραμανλή, ενώ η Ε.Δ.Α. κατήγγειλε την προσπάθεια της Ε.Ρ.Ε. να διαιωνίσει την εξουσία της μέσω της συνταγματικής αναθεώρησης επισημαίνοντας τον κίνδυνο εγκαθίδρυσης «πολιτικής δικτατορίας».
Αλλά και τα ανάκτορα ανησυχούν για την πρόταση αναθεώρησης, καθώς ουσιαστικά θίγεται η δυνατότητα παρέμβασης του στέμματος στον πολιτικό βίο. Γι’ αυτό, κινητοποιούν επώνυμα στελέχη φιλοβασιλικής τοποθέτησης -Π. Πιπινέλη από την Ε.Ρ.Ε. και Σ. Βενιζέλο, συναρχηγό της Ε.Κ.- ενόψει μιας αναμενόμενης παρέμβασης του βασιλιά, που θα υιοθετούσε το αίτημα της Ε.Κ. για άμεσες εκλογές με αντάλλαγμα τη συμμετοχή ομάδας βουλευτών της Ε.Κ. στις διαδικασίες της αναθεώρησης. Πράγμα που δεν τελεσφόρησε, αλλά προοιώνισε τις μελλοντικές εξελίξεις αποσταθεροποίησης του πολιτεύματος.
Η πρόταση αναθεώρησης του Κ. Καραμανλή περιελάμβανε την τροποποίηση 23 άρθρων και προσθήκη 7 νέων, τα σημαντικότερα εκ των οποίων αναφέρονταν σε: εισαγωγή κοινωνικών δικαιωμάτων και απαγόρευση της καταχρηστικής χρήσης των ατομικών δικαιωμάτων· εκσυγχρονισμό της νομοπαραγωγικής διαδικασίας που αναφέρεται κυρίως στο θεσμό της νομοθετικής εξουσιοδότησης και των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου· την εκλογίκευση της κοινοβουλευτικής διαδικασίας με τη διαίρεση της Βουλής σε τμήματα για να διευκολυνθεί η ταχύτερη ψήφιση νόμων, κάτι που θα έπληττε τα κυριαρχικά δικαιώματα της λαϊκής αντιπροσωπείας· διοικητικό εκσυγχρονισμό· προσδιορισμό της διεθνούς θέσης της χώρας ενόψει της επιδιωκόμενης ένταξης στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά· εκσυγχρονισμό της δικαστικής εξουσίας και σύσταση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η πρόταση αναθεώρησης έχει ιδιαίτερο συνταγματικό και πολιτικό ενδιαφέρον, παρά το γεγονός ότι δεν υλοποιήθηκε. Αποσκοπεί στην ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και συνακόλουθη αποδυνάμωση τόσο του Κοινοβουλίου όσο και του στέμματος. Επίσης, αφορά την ομαλότερη σύνδεση της χώρας με την Ευρώπη, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη διεύρυνση αρμοδιοτήτων της διοίκησης. Τελικά, η διάλυση της Βουλής τον Οκτώβριο του 1963, υπό το βάρος της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, θα ματαιώσει αυτή την προοπτική και μαζί όλο το αναθεωρητικό εγχείρημα.

ε. Η παραίτηση του Κ. Καραμανλή από την πρωθυπουργία (1963)
Η πρώτη κυβερνητική θητεία του Καραμανλή διακόπηκε απρόβλεπτα, με την παραίτησή του, τον Ιούνιο του 1963, ύστερα από διαφωνία με τον τότε βασιλιά Παύλο και τη γυναίκα του βασίλισσα Φρειδερίκη, η οποία υπήρξε το αποτέλεσμα βαθύτερου ρήγματος στις σχέσεις του με τα ανάκτορα.
Αφορμή στάθηκε η πραγματοποίηση επίσημης επίσκεψης του βασιλικού ζεύγους στη Μ. Βρετανία. Ο πρωθυπουργός ως «υπεύθυνος σύμβουλος» του στέμματος αντιτάχθηκε σ’ αυτή την κίνηση, όμως ο βασιλιάς αγνόησε την πολιτική βούληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που εκφραζόταν από τον Κ. Καραμανλή. Στις 11 Ιουνίου 1963, ο Καραμανλής αναγκάζεται εκ των πραγμάτων να παραιτηθεί και ορίζεται αντικαταστάτης του ο υπουργός Εμπορίου Π. Πιπινέλης.
Τα κόμματα του Κοινοβουλίου τήρησαν περίεργη στάση μπροστά στην έξωθεν παρέμβαση. Τόσο οι βουλευτές της Ε.Ρ.Ε. όσο και εκείνοι της Ε.Κ. δεν εκδήλωσαν φανερά την αντίθεσή τους στην πρακτική αυτή του στέμματος, αποδεικνύοντας την αποδυναμωμένη θέση της Βουλής απέναντι στο ισχυρό βασιλικό κέντρο εξουσίας και την απομόνωση του απληροφόρητου εκλογικού σώματος από αυτή τη συνταγματική κρίση.
Συμπεραίνει κανείς δηλαδή πως η νομική θέση του βασιλιά στην ισχύουσα συνταγματική τάξη ήταν τελείως ασυμβίβαστη προς την επιδίωξη και επιβολή βασιλικής εξωτερικής ή εσωτερικής πολιτικής. Η αντισυνταγματική αυτή αφετηρία προετοιμάζει το κατάλληλο πολιτικό κλίμα για να επέλθει η μεγάλη κρίση -αποστασία- του 1965.

(ΙΙ) Η διεθνής θέση της Ελλάδας
α. Η εθνική άμυνα
Κατά την πρώτη πρωθ7υπουργία του Κ. Καραμανλή, η αμυντική πολιτική της Ελλάδας απέβλεπε, κατά κύριο λόγο, στην αντιμετώπιση του «από βορρά κινδύνου». Η πολιτική αυτή ήταν συνυφασμένη με το κλίμα του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και με το γεγονός ότι, μετά τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις κατά το πρώτο ήμισυ του αιώνα, η Ελλάδα δυσπιστούσε απέναντι στη Βουλγαρία, κύριο ήδη σύμμαχο της Σοβιετικής Ένωσης στα Βαλκάνια.
Τέλος, η γεωγραφική θέση της χώρας, στο νότιο άκρο της χερσονήσου του Αίμου, την καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτη σε περίπτωση γενικευμένης σύρραξης: ενδεικτικά, κατά την κρίση της Κούβας, το 1962, η κυβέρνηση θεωρούσε ότι πιθανό πεδίο Σοβιετικών αντιμέτρων θα ήταν η Δυτική Θράκη. Αντιμετωπίζοντας τη συγκεκριμένη αυτή κατάσταση, οι κυβερνήσεις Καραμανλή σταθερά επέμειναν στην παραμονή της Ελλάδας στη δυτική συμμαχία, ενώ παράλληλα προσπάθησαν να ενισχύσουν την εθνική άμυνα μέσω της ένταξης στην Ατλαντική Συμμαχία και της διατήρησης των διμερών ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Στις αλλεπάλληλες επαφές του -και με τους προέδρους Αϊζενχάουερ και Κένεντι- ο Κ. Καραμανλής υποστήριξε σταθερά το αίτημα της χώρας για παροχή στρατιωτικής βοήθειας από τις Η.Π.Α. και για τον εκσυγχρονισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, κυρίως μέσω του ΝΑΤΟ.


β. Οι σχέσεις με τις Η.Π.Α. και το ΝΑΤΟ
Ο Κ. Καραμανλής υπήρξε σταθερός υποστηρικτής της ένταξης της Ελλάδας στη Δύση, τόσο για λόγους γεωπολιτικούς, όσο και επειδή ήταν πεπεισμένος ότι η ελληνική κοινωνία αποτελούσε, πολιτικά, κοινωνικά και οικονομικά, οργανικό τμήμα του δυτικού κόσμου («ανήκομεν εις την Δύσιν»). Γι’ αυτό, επέμεινε στην παραμονή της Ελλάδας στη δυτική συμμαχία, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες που δημιουργούσε στις ελληνονατοϊκές σχέσεις το Κυπριακό. Το Σεπτέμβριο του 1958, μάλιστα, αναγκάστηκε να προειδοποιήσει τη συμμαχία ότι η ενδεχόμενη εφαρμογή του διχοτομικού σχεδίου Μακμίλλαν στην Κύπρο, θα μπορούσε να ωθήσει τη χώρα εκτός του ΝΑΤΟ. Αντίστοιχα, ιδιαίτερη έμφαση έδωσε ο Κ. Καραμανλής στην ομαλή ανάπτυξη των διμερών σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες: το Νοέμβριο του 1956 πραγματοποίησε την πρώτη επίσημη επίσκεψή του στην έδρα του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη, και είχε σημαντικές συνομιλίες με Αμερικανούς ιθύνοντες και τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ.
Η διευθέτηση του Κυπριακού, το 1959, απομάκρυνε μία σημαντική πηγή τριβών με το ΝΑΤΟ και επανέφερε την Ελλάδα στη νατοϊκή «νομιμότητα»: το 1959-63, η Αθήνα αποδείχθηκε ένθερμος υποστηρικτής της ιδέας της συμμαχικής αλληλεγγύης. Ακόμη, οι διμερείς ελληνοαμερικανικές σχέσεις συσφίχθηκαν, όπως διαφάνηκε τόσο κατά την επίσκεψη του προέδρου Αϊζενχάουερ στην Αθήνα, το Δεκέμβριο του 1959 (βλ. παράρτημα 5), όσο -κυρίως- κατά την επίσημη επίσκεψη του Κ. Καραμανλή στις Η.Π.Α. τον Απρίλιο του 1961 (βλ. παράρτημα 7).


γ. Οι σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και την Κίνα
Κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία, η Ελλάδα εξακολουθούσε να είναι επηρεασμένη από το κυρίαρχο διεθνώς κλίμα του Ψυχρού Πολέμου και να επιζητεί την εγγύηση της ασφάλειάς της ενόψει μιας ενδεχόμενης επίθεσης από τις χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Ωστόσο, από το 1956, προσέβλεψε στην ανάπτυξη διμερών εμπορικών ανταλλαγών. Αφετηρία της νέας ελληνικής πολιτικής στην ανατολική Ευρώπη υπήρξε η ανεπίσημη επίσκεψη του Σοβιετικού υπουργού Εξωτερικών, Ντιμίτρι Σεπίλοφ, στην Αθήνα.
Έκτοτε, η αύξηση των εμπορικών ανταλλαγών με την Ανατολική Ευρώπη υπήρξε εντυπωσιακή (πάνω από 1.100% μεταξύ 1952 και 1958), έστω και αν στο πολιτικό πεδίο οι σχέσεις παρέμειναν ψυχρές, ενώ παράλληλα η διευθέτηση του Κυπριακού, το 1959, συνέσφιξε εκ νέου τους δεσμούς της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ.

δ. Οι σχέσεις με τους βόρειους βαλκάνιους γείτονες: Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία, Αλβανία, Ρουμανία
Σταθερά προσανατολισμένος στη σταθεροποίηση της ειρήνης και στην προαγωγή της συνεργασίας στο περιφερειακό περιβάλλον των Βαλκανίων, ο Κ. Καραμανλής απέβλεψε στην εξομάλυνση των διαφορών και στην ανάπτυξη εποικοδομητικών σχέσεων της Ελλάδας με τους βόρειους γείτονές της: Βουλγαρία, Ρουμανία, Αλβανία και Γιουγκοσλαβία.
Κατά την οκταετία 1955-1963, οι προσπάθειές του αρχικά προσέκρουσαν στο πνεύμα αμοιβαίας δυσπιστίας που διακατείχε τα κράτη της περιοχής υπό τη σκιά του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και υπό το βάρος της ενεργού ανάμιξης των γειτονικών σοσιαλιστικών καθεστώτων στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Στο βαθμό εντούτοις που έτεινε, από τα τέλη της δεκαετίας του '50, να επικρατήσει το κλίμα της ύφεσης αμβλύνθηκε αισθητά η οξύτητα και σημειώθηκαν θετικά βήματα για την αποκατάσταση εποικοδομητικών σχέσεων αρχικά με τη Ρουμανία και, στη συνέχεια, με τη Βουλγαρία. Ιδιαίτερο χαρακτήρα είχαν, εξάλλου, προσλάβει οι σχέσεις της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία -ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '40- μετά τη ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση και την αποχώρησή της από την Κομινφόρμ. Ο Κ. Καραμανλής θα διατηρήσει και θα ενισχύσει τους δεσμούς φιλίας και εμπιστοσύνης σε διμερές πλαίσιο, προσπαθώντας σταθερά να περιστείλει την τάση του Βελιγραδίου για αναφορά στην ύπαρξη σλαβομακεδονικής μειονότητας στην ελληνική Μακεδονία.

ε. Οι σχέσεις με την Τουρκία
Ο Κ. Καραμανλής ανήλθε στην εξουσία σε μία χρονική στιγμή κατά την οποία οι ελληνοτουρκικές σχέσεις είχαν ήδη εκτραχυνθεί, εξαιτίας του τουρκικού πογκρόμ κατά του ελληνισμού της Πόλης, το Σεπτέμβριο του 1955. Στα επόμενα χρόνια, οι κυβερνήσεις Καραμανλή επέμειναν στην αναγκαιότητα της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, εκφράζοντας την προσδοκία ότι, μετά την επίλυση του Κυπριακού, οι διμερείς σχέσεις θα εξομαλύνονταν· παράλληλα, όμως, αντέδρασαν σθεναρά σε τουρκικές προκλήσεις και έκαναν σαφές ότι η αποκατάσταση της ελληνοτουρκικής συνεργασίας δεν θα μπορούσε να προέλθει από εφαρμογή στην Κύπρο διχοτομικών σχεδίων, που αντιστρατεύονταν δημοκρατικές και φιλελεύθερες αρχές, ευρύτερα αποδεκτές στο δυτικό κόσμο.
Η επίλυση του Κυπριακού, βάσει των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου, στις αρχές του 1959, άνοιξε το δρόμο για τη δεύτερη ελληνοτουρκική προσέγγιση στη διάρκεια του 20ού αιώνα. Τον Μάιο του 1959, ο Κ. Καραμανλής και ο υπουργός Εξωτερικών Ευ. Αβέρωφ επισκέφθηκαν την Τουρκία, ενώ η πτώση του καθεστώτος Μεντερές, το 1960, δεν ανέστειλε τη διαδικασία εξομάλυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων.


στ. Οι σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής
Ήδη από την πρώτη πρωθυπουργική θητεία του, ο Κ. Καραμανλής έδειξε αυξημένο ενδιαφέρον για τη σύσφιγξη των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο και ιδίως με την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία (Αίγυπτος, Συρία, Λίβανος και Ιορδανία), υπό τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ. Το άνοιγμα της Αθήνας απέβλεπε στην εξασφάλιση της υποστήριξης των αραβικών κρατών στο Κυπριακό, στην προστασία της ελληνικής κοινότητας της Αιγύπτου και στην ενεργοποίηση της παρουσίας της χώρας σε περιφερειακό επίπεδο.
Η άρνηση της Ελλάδας, παρά τις έντονες συμμαχικές πιέσεις, να μετάσχει στην διάσκεψη του Σουέζ, το καλοκαίρι του 1956, και, στη συνέχεια, η καταδίκη της αγγλογαλλικής εισβολής στην Αίγυπτο, η αποδοχή του δόγματος Αϊζενχάουερ για τη Μέση Ανατολή, το Μάιο του 1957, η επίσημη επίσκεψη Καραμανλή στο Κάιρο -η πρώτη δυτικού ηγέτη μετά την κρίση του Σουέζ- τον Αύγουστο του 1957 (βλ. παράρτημα 3) και η συμμετοχή της Ελλάδας στη διάσκεψη του Μπριόνι, από κοινού με τη Γιουγκοσλαβία και την Αίγυπτο, το καλοκαίρι του 1958, συνέθεσαν τα βασικά στάδια αυτής της πορείας.


ζ. Το Κυπριακό ζήτημα
Το Κυπριακό ζήτημα είχε προσλάβει διαστάσεις ανεξέλεγκτες, ήδη πριν από την άνοδο του Κ. Καραμανλή στην εξουσία. Η πρώτη προσφυγή της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. είχε κατατεθεί από την κυβέρνηση του Αλ. Παπάγου το 1954 και η ένοπλη δράση της Ε.Ο.Κ.Α. είχε αρχίσει την άνοιξη του 1955.
Από τον Οκτώβριο του 1955, και κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια, οι κυβερνήσεις Καραμανλή αποδύθηκαν με σθένος στον αγώνα για την αναγνώριση των εθνικών δικαίων στην Κύπρο. Προκειμένου, μάλιστα, να ενισχύσουν τις ελληνικές θέσεις ανέλαβαν τολμηρές πρωτοβουλίες σε ευρύτερη διεθνή κλίμακα.
Η κυβέρνηση Καραμανλή υποστήριξε τις διαπραγματεύσεις Μακαρίου-Χάρντιγκ (ύπατου αρμοστή της Μ. Βρετανίας στην Κύπρο), το 1955-56. Μετά την εκτόπιση του Μακαρίου στις Σεϋχέλλες από τους Άγγλους, ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής συμμετείχε με αγόρευσή του στις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. το φθινόπωρο του 1956, και είχε συνομιλίες με Αμερικανούς ιθύνοντες και τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ. Ακόμη, η Ελλάδα, σε τρεις διαφορετικές περιστάσεις, προώθησε σχέδιο για την εφαρμογή στην Κύπρο της αρχής της αυτοδιάθεσης. Ωστόσο, η Βρετανία, επιθυμώντας να διατηρήσει την υποστήριξη της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, όχι μόνον απέρριψε την πρόταση, αλλά αναγνώρισε δικαίωμα απόσχισης στους Τουρκοκυπρίους, προβάλλοντας ουσιαστικά τη λύση της διχοτόμησης.
Το 1957, η κυβέρνηση της Ε.Ρ.Ε. και ο Κ. Καραμανλής προσωπικά, κλιμάκωσαν την πίεση και εξασφάλισαν την απελευθέρωση του Μακαρίου. Ακόμη, η Ελλάδα κατόρθωσε να αναχαιτίσει την πολιτική της διχοτόμησης της Μεγαλονήσου και σημείωσε σημαντική επιτυχία στον Ο.Η.Ε. το φθινόπωρο του 1957, όταν το ελληνικό σχέδιο απόφασης εγκρίθηκε από την Πολιτική Επιτροπή -χωρίς όμως τελικά να συγκεντρώσει την αναγκαία πλειοψηφία των 2/3. Το εθνικό θέμα εντούτοις προσέλαβε δραματική τροπή, όταν, το επόμενο έτος, η Βρετανία προέβαλε το σχέδιο Μακμίλλαν (από το όνομα του Βρετανού πρωθυπουργού), το οποίο προέβλεπε «συνεταιρισμό» Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας στη διοίκηση της νήσου, με όρους που προδίκαζαν τη διχοτόμηση σε μεταγενέστερη φάση. Ο Κ. Καραμανλής, σε συνεννόηση με τον Μακάριο, αντιτάχθηκε σθεναρά στην εφαρμογή του σχεδίου, μη διστάζοντας να απειλήσει ακόμη και με ενδεχόμενη αποχώρηση της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ. Τότε ακριβώς, ο Μακάριος προέβαλε για πρώτη φορά δημοσίως την ιδέα της δεσμευμένης ανεξαρτησίας για την Κύπρο.
Στο τέλος του 1958, η ελληνική (ως εντολοδόχος και των Κυπρίων) και η τουρκική κυβέρνηση επέλεξαν την οδό των διαπραγματεύσεων, οι οποίες οδήγησαν στις Συνδιασκέψεις της Ζυρίχης (5-11 Φεβρουαρίου 1959) και του Λονδίνου (17-19 Φεβρουαρίου 1959). Οι ομώνυμες συμφωνίες απέδωσαν στην Κύπρο την ελευθερία και δημιούργησαν ένα ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος, υπό τη διοίκηση της ελληνικής πλειοψηφίας του πληθυσμού, αλλά και με την παροχή αυξημένων εγγυήσεων στην τουρκοκυπριακή μειονότητα. Ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής τόνισε ότι το νέο κράτος θα έπρεπε να εναρμονίσει την εξωτερική του πολιτική με την αντίστοιχη της Ελλάδας· αν γινόταν αυτό και αν η πολιτική του πορεία ήταν ομαλή και ειρηνική, θα ήταν δυνατό, αργότερα, να επιτευχθεί ακόμη και η Ένωση με την Ελλάδα, με τη σύμφωνη γνώμη και της Τουρκίας.
Ο Κ. Καραμανλής διατήρησε έκτοτε αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του για την Κύπρο. Όταν, στις αρχές του 1963, ο Μακάριος εξεδήλωσε την πρόθεση να επιζητήσει την αναθεώρηση των Συμφωνιών, τον απέτρεψε, πιστεύοντας ότι η διατήρηση της ομαλότητας και της ειρήνης στο εσωτερικό της Κυπριακής Δημοκρατίας θα συνέβαλε στη σταδιακή βελτίωση των δυσλειτουργιών του νέου καθεστώτος· αντίθετα, μία συγκρουσιακή επιλογή εγκυμονούσε κινδύνους για την Μεγαλόνησο, αλλά και, γενικότερα, για τον ελληνισμό. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε όταν, το 1963-65, εκδηλώθηκε μετά την αποχώρηση του Κ. Καραμανλή από την εξουσία, νέα σοβαρή κρίση στην Κύπρο. Από το Παρίσι, εξεδήλωσε τη διαφωνία του με την πολιτική του Προέδρου Μακαρίου, αλλά και των τότε ελληνικών κυβερνήσεων.

(ΙΙΙ) Η σύνδεση της Ελλάδας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες
Ο Κ. Καραμανλής ενστερνίστηκε από νωρίς την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης και, διαβλέποντας την επιτυχή πορεία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, προσανατολίστηκε, ήδη από το 1958, στην ενσωμάτωση της Ελλάδας, ως πρώτου συνδεδεμένου μέλους με την προοπτική της πλήρους ένταξης. Η πολιτική σταθερότητα και, κυρίως, η ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη της χώρας αποτέλεσε την προϋπόθεση για την θετική έκβαση της προσπάθειας αυτής. Η αίτηση υποψηφιότητας της Ελλάδας έγινε καταρχήν δεκτή τον Ιούλιο του 1959, οπότε και εγκαινιάστηκε η διαπραγματευτική διαδικασία, η οποία, αφού παρακάμφθηκαν σοβαρές δυσχέρειες, κατέληξε στην επίτευξη συμφωνίας μετά την πάροδο διετίας.
Η Συμφωνία Συνδέσεως υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961 (βλ. παράρτημα 6) και έγινε θετικά δεκτή από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινής γνώμης και των πολιτικών δυνάμεων του τόπου. Σύμφωνα με τους όρους της Συνθήκης προβλεπόταν η μελλοντική ένταξη, ως πλήρους μέλους, της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και η υποβοήθηση της οικονομικής της ανάπτυξης και προόδου, μέσω της πρόβλεψης μεταβατικής περιόδου και, κυρίως, της χρηματοδοτικής συνδρομής των έξι κοινοτικών εταίρων. Ο Κ. Καραμανλής προσέβλεψε στην ενσωμάτωση της Ελλάδας στον κορμό της αναπτυγμένης κοινοτικής Ευρώπης υπό την παρώθηση κινήτρων οικονομικών και, κυρίως, πολιτικών. Κατά την ημέρα υπογραφής της Συμφωνίας επεσήμανε: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος σύνδεσίν μας, επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησις της Ευρώπης θα οδηγήσει εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι' αυτής εις την ενίσχυσιν της Δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον».
Τελικά, οι προσπάθειες του Καραμανλή ολοκληρώθηκαν στις 28 Μαΐου 1979, όταν η στο Ζάππειο Μέγαρο υπογράφηκε η Συνθήκη με την οποία η Ελλάδα γινόταν το 10ο ισότιμο και πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


(ΙV) Η οικονομική ανάπτυξη και ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός
α. Αναπτυξιακή πολιτική
Μετά την επιτυχή νομισματική σταθεροποίηση που ακολούθησε την υποτίμηση του 1953, οι προσπάθειες στην περίοδο 1955-1963 επικεντρώθηκαν στη συστηματική προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Η ανάπτυξη της εγχώριας αποταμίευσης είχε δημιουργήσει εγχώριους πόρους, ενώ είχαν αρχίσει και οι αυτόνομες εισροές κεφαλαίων από το εξωτερικό. Για την επιτάχυνση της εκβιομηχάνισης υιοθετήθηκε ο μακροχρόνιος προγραμματισμός, που ανταποκρινόταν στις επιδιώξεις της ταχύτερης ανάπτυξης με αξιοποίηση των αποταμιευτικών πόρων και των αυτόνομων εισροών κεφαλαίου.
Από το 1957 ξεκίνησε η οργάνωση των κατάλληλων τεχνικών υπηρεσιών για τη συλλογή και επεξεργασία υλικού και την ανάπτυξη της τεχνικής του προγραμματισμού. Ιδρύθηκε για το σκοπό αυτό αρχικά η Επιτροπή Ερεύνης και Οργανώσεως Οικονομικού Προγραμματισμού και το 1962 το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕ.Π.Ε.). Παράλληλα, αναδιοργανώθηκε και εκσυγχρονίστηκε η Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.), καθώς και το Υπουργείο Συντονισμού.
Το περιεχόμενο της αναπτυξιακής πολιτικής διατυπώθηκε στο Προσωρινό Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως (1959) και το Οριστικό Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως 1960-1964 (Απρίλιος 1960).
Όπως αναφέρεται στο κείμενο του προγράμματος: «Βασικός σκοπός της πολιτικής της οικονομικής αναπτύξεως είναι η διατήρησις ενός επαρκώς υψηλού ρυθμού αυξήσεως του εισοδήματος, εις τρόπον ώστε να εξασφαλίζωνται ταυτοχρόνως η ταχεία βελτίωσις του βιοτικού επιπέδου του Ελληνικού Λαού και η προοδευτική μείωσις της εξαρτήσεως της Ελληνικής Οικονομίας εκ της ξένης οικονομικής βοηθείας. Μία τοιαύτη πολιτική δέον να ανταποκίνηται εις την ανάγκην δημιουργίας παραγωγικών μονάδων ικανών να αντιμετωπίσουν τον διεθνή ανταγωνισμόν, εις τρόπον ώστε να καθίσταται δυνατή η ενεργοτέρα συμμετοχή της Χώρας εις την Παγκόσμιον Οικονομίαν και ιδιαιτέρως εις την διαδικασίαν ολοκληρώσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Συνεργασίας. Η επιδίωξις αύτη δέον εν τούτοις να συμβιβάζηται προς την ανάγκην όπως επιταχυνθή εις το ανώτατον δυνατόν όριον η χρησιμοποίησις του διαθεσίμου εργατικού δυναμικού».
Για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος απαιτήθηκε η πραγματοποίηση μεγάλου όγκου επενδύσεων παγίου κεφαλαίου. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, πέρα από τη δημιουργία συνθηκών νομισματικής σταθερότητας, δόθηκαν μια σειρά από ειδικά κίνητρα με στόχο την προσέλκυση αποταμιεύσεων και επενδυτικών κεφαλαίων. Με το σκεπτικό αυτό, απαλλάχτηκαν του φόρου εισοδήματος οι τόκοι καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά και οι τόκοι από έντοκα γραμμάτια ή ομόλογα που εξέδιδαν το Δημόσιο, Οργανισμοί Κοινής Ωφέλειας αλλά και Ιδιωτικές Επιχειρήσεις, εφόσον εκδίδονταν για τη χρηματοδότηση έργων που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Επιπλέον αξιοποιήθηκαν τα κίνητρα που παρείχε το ν.δ. 2687/1953 «Περί Επενδύσεως και Προστασίας Κεφαλαίων Εξωτερικού». Το ειδικό προστατευτικό καθεστώς αυτού του διατάγματος εξασφάλιζε τον ξένο επενδυτή από απαλλοτρίωση, απότομη μεταβολή του καθεστώτος φορολογίας, και επέτρεπε τη σταδιακή επανεξαγωγή κεφαλαίων και κερδών. Με σειρά επίσης διαταγμάτων καθιερώθηκαν φορολογικά κίνητρα για τις συγχωνεύσεις εταιρειών και τη μετατροπή προσωπικών εταιρειών σε ανώνυμες. Καθιερώθηκαν φορολογικά κίνητρα για την εγκατάσταση βιομηχανιών εκτός του νομού Αττικής. Για την ενίσχυση των βιομηχανιών που ήταν βασικά εξαγωγικές καθιερώθηκε ειδικός μειωμένος φορολογικός συντελεστής για τα κέρδη τους, καθώς και απαλλαγή από δασμούς και τέλη για τις βιομηχανικές και μεταλλευτικές επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα που θα ιδρύονταν με κεφάλαια εξωτερικού. Με σκοπό τη μακροχρόνια χρηματοδότηση της οικονομικής ανάπτυξης, ιδρύθηκε το 1959 ο Οργανισμός Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ο.Β.Α.), ο οποίος λειτούργησε παράλληλα με τον προϋπάρχοντα Οργανισμό Χρηματοδότησης της Οικονομικής Αναπτύξεως (Ο.Χ.Ο.Α.).


β. Νομισματική και πιστωτική πολιτική
Στη διάρκεια της δεκαετίας 1953-1963, ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε ανέβει στο 15% το 1954 (ως επακόλουθο της υποτίμησης του 1953) μειώθηκε σταδιακά σε μόλις 2%. Ειδικότερα, έναντι μέσου όρου πληθωρισμού 9,52% κατά την περίοδο 1950-1955, σημειώνεται ποσοστό 2% μεταξύ των ετών 1955-1963.
Ως κύρια επιτεύγματα της νομισματικής πολιτικής της περιόδου 1955-1963, είναι δυνατό να θεωρηθεί ο έλεγχος του ανατιμητικού κύματος από την υποτίμηση της δραχμής κατά 50% τον Απρίλιο του 1953 και η διατήρηση ενός εξαιρετικά χαμηλού επιπέδου τιμών το οποίο νίκησε οριστικά την πληθωριστική ψυχολογία που επικρατούσε ως τότε. Κατά την ίδια περίοδο, ο ρυθμός αύξησης του δείκτη τιμών καταναλωτή στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερος όλων των ανεπτυγμένων χωρών και ίσος με αυτό των Η.Π.Α.
Η επιτυχία της αντιπληθωριστικής πολιτικής οδήγησε σε μείωση της τάσης κατακράτησης χρυσών λιρών και αντίθετα οδήγησε σε προθυμία κατάθεσης αποταμιεύσεων στις τράπεζες. Έτσι, από τα μέσα του 1956 οι τραπεζικές καταθέσεις άρχισαν να αυξάνονται με γρήγορο ρυθμό και η εξάρτηση των εμπορικών τραπεζών από την κεντρική τράπεζα (για την κάλυψη των πιστωτικών αναγκών της οικονομίας) μειώθηκε σταδιακά.
Η νομισματική και πιστωτική πολιτική της περιόδου 1955-1963 συμπυκνώνεται στην άποψη ότι η νομισματική σταθερότητα και η οικονομική ανάπτυξη δεν θα έπρεπε να ιδωθούν ως δύο ανεξάρτητοι πόλοι οικονομικής πολιτικής, ο καθένας από τους οποίους θα επιδιωκόταν ξεχωριστά.
Η βασική υπόθεση ήταν εξαρχής ότι η νομισματική σταθερότητα δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα σε μία στάσιμη οικονομία και ότι ικανοποιητικοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν σε ένα περιβάλλον νομισματικής αστάθειας.


γ. Eκβιομηχάνιση
Η πορεία προς τη βιομηχανική ανάπτυξη εκδηλώθηκε με τη μεγάλη αύξηση της παραγωγής και τις πρώτες ουσιώδεις μεταβολές στη διάρθρωση του τομέα.
Ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης της βιομηχανικής παραγωγής έφθασε το 8,5%, ενώ αξιοσημείωτη υπήρξε η αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, κατά 14% το χρόνο.
Η ίδρυση μιας σειράς νέων βιομηχανιών προβλεπόταν από το Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως, το οποίο έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη συγκεκριμένων βιομηχανιών, όπως η παραγωγή ενέργειας, οι βασικές μεταλλουργικές και χημικές βιομηχανίες και μικρότερη προτεραιότητα στους παραδοσιακούς κλάδους.
Οι νέες βιομηχανίες που εγκαινιάστηκε η κατασκευή τους στην περίοδο μεταξύ 1955-1963 είναι οι εξής:
ΕΙΔΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΜΟΝΑΔΑΣ - ΑPXH ΛEITOYPΓIAΣ: Λιγνιτωρυχείο της Πτολεμαΐδας-1957, Α' εργοστάσιο ζάχαρης (Λάρισα)-1961, Β' εργοστάσιο ζάχαρης (Πλατύ)-1962, Βελτίωση διυλιστηρίου (προσθήκη μονάδας υγραερίου)-1962, Γ' εργοστάσιο ζάχαρης (Σέρρες)-1963, Εργοστάσιο αζωτούχων λιπασμάτων (ΑΕΒΑΛ) στην Πτολεμαΐδα-1963, Έργα υδρεύσεως του βιομηχανικού συγκροτήματος της Πτολεμαΐδας-1965, Εργοστάσιο υπερφοσφωρικών λιπασμάτων (Νέας Καρβάλης)-1965, Βιομηχανία αλουμινίου (Α.Ε. Αλουμίνιον Ελλάδος) στην παραλία του Διστόμου της Βοιωτίας-1966, Εργοστάσιο κυτταρίνης (χαρτοπολτού) από δασική ξυλεία στη Βόρειο Ελλάδα-δεν ιδρύθηκε, Βιομηχανία σόδας-1967, Βιομηχανία χρωμιούχων και μαγγανιούχων σιδηροκραμάτων-δεν ιδρύθηκε, Επέκταση της χαλυβουργίας Α.Ε. Ελληνική Εταιρεία Χάλυβος στη Θεσσαλονίκη-1968, Λιγνιτωρυχείο της Μεγαλόπολης-1969.
Για την προώθηση της εκβιομηχάνισης, αλλά και την υποστήριξη της αγροτικής ανάπτυξης, το πρόγραμμα περιέλαβε μεγάλα έργα στον τομέα της ενέργειας, που εκτελέστηκαν από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού. Η Δ.Ε.Η. απέκτησε το αποκλειστικό δικαίωμα παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και εξαγόρασε την βρετανικών συμφερόντων Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών Πειραιώς καθώς και όλες τις τοπικές ιδιωτικές εταιρείες. Για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας προγραμματίστηκαν και κατασκευάστηκαν τα επόμενα έργα τα οποία εξασφάλισαν επάρκεια ηλεκτρισμού σε μία ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη οικονομία:
1. Αποπεράτωση το 1959 του θερμοηλεκτρικού σταθμού Πτολεμαΐδας, ισχύος 70 ΜW. 2. Αποπεράτωση το 1960 των δύο πρώτων μονάδων του υδροηλεκτρικού σταθμού Ταυρωπού (Μέγδοβα), ισχύος 80 MW.
3. Προσθήκη το 1961 τρίτης μονάδας ισχύος 4 ΜW στον υδροηλεκτρικό σταθμό Λούρου.
4. Προσθήκη το 1962 δεύτερης μονάδας ισχύος 125 MW στο θερμοηλεκτρικό σταθμό Πτολεμαΐδας.
5. Προσθήκη το 1963 τρίτης μονάδας στον υδροηλεκτρικό σταθμό του Ταυρωπού (Μέγδοβα), ισχύος 40 ΜW.
6. Αποπεράτωση το 1963 του υδροηλεκτρικού σταθμού του Εδεσσαίου, ισχύος 28 ΜW.
7. Καταρτίστηκε η οριστική μελέτη και άρχισε η κατασκευή του υδροηλεκτρικού συγκροτήματος Αχελώου, ισχύος 180 ΜW.
8. Μπήκε στο στάδιο της υλοποίησης η κατασκευή θερμοηλεκτρικού σταθμού στη Μεγαλόπολη, ισχύος 125 MW.


δ. Γεωργία
Η αύξηση του αγροτικού προϊόντος κατά την περίοδο 1955-1963 πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη διεύρυνση της υφιστάμενης παραγωγικής βάσης και έφτασε το 5% κατ' έτος κατά κεφαλή απασχολούμενου στη γεωργία.
Οι εξελίξεις στον αγροτικό τομέα υπήρξαν αποτέλεσμα των προσπαθειών που καταβλήθηκαν για την επέκταση της καλλιεργούμενης γης, τις έγγειες βελτιώσεις, την αύξηση της μηχανοκαλλιέργειας, αλλά και τη βελτίωση των καλλιεργητικών μεθόδων.
Η έκταση των καλλιεργούμενων εδαφών από 28 εκ. στρέμματα το 1938 έφτασε τα 37 εκ. στρέμματα το 1963. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα που κατασκευάστηκαν και ολοκληρώθηκαν κατά την περίοδο 1955-1963 (βλ. παράρτημα 4) αύξησαν τις αρδευόμενες εκτάσεις από 3,1 εκ. στρέμματα το 1955 σε 5,4 εκ. στρέμματα το 1963, ή κατά 74%. Εξάλλου, μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα που άρχισαν να κατασκευάζονται ως το 1963 και των οποίων η σταδιακή ολοκλήρωση προβλεπόταν ως το 1968 θα αύξαναν τις αρδευόμενες εκτάσεις κατά 1,6 εκ. στρέμματα, δηλαδή συνολικά οι αρδευόμενες εκτάσεις θα έφταναν τα 7 εκ. στρέμματα, ενώ επιπλέον 4,3 εκ. στρέμματα θα είχαν αποστραγγιστεί και θα προστατεύονταν από τις πλημμύρες.
Έτερος σημαντικός παράγων αύξησης της αγροτικής παραγωγής υπήρξε η σημαντική επέκταση της μηχανοκαλλιέργειας και η διάδοση της χρήσης λιπασμάτων. Έτσι, ο αριθμός των τρακτέρ αυξήθηκε κατά 274% και έφτασε τα 38.000, οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές αυξήθηκαν κατά 187%, τα αντλητικά συγκροτήματα κατά 100% και τα συγκροτήματα τεχνητής βροχής κατά 1500%. Συνολικά, η μηχανοποιημένη γεωργία εφαρμοζόταν το 1963 σε 10 εκ. στρέμματα, σε σύγκριση με 3,6 εκ. στρέμματα το 1955. Ξεκίνησε συστηματική εργασία αναδασμού των μικρών κλήρων και άρχισε η σταδιακή αναδιάρθρωση των καλλιεργειών. Οργανώθηκαν χώροι αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων, ψυκτικοί χώροι, μεγάλες αγορές νωπών προϊόντων, ενώ καθιερώθηκε η συγκέντρωση βασικών αγροτικών προϊόντων από το κράτος, η επιδότηση της παραγωγής, των λιπασμάτων, των φαρμάκων και του ηλεκτρικού ρεύματος και η ενίσχυση των ορεινών αγροτικών περιοχών.


ε. Δημόσια έργα
Προκειμένου να υπερκεραστούν τα προσκόμματα στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, τόσο στη βιομηχανία όσο και στον αγροτικό τομέα, καταβλήθηκε σημαντική προσπάθεια μέσω της εφαρμογής συστηματικού προγράμματος επενδύσεων σε έργα υποδομής.
Η αμερικανική οικονομική βοήθεια μειώθηκε πολύ γρήγορα στη διάρκεια της περιόδου 1955-1963, για να μηδενιστεί σχεδόν το 1962. Μέχρι τότε η αμερικανική βοήθεια είχε καλύψει ένα σημαντικό ποσοστό της ζήτησης κεφαλαίων για επενδύσεις.
Το έτος 1956 αποτελεί σημείο καμπής τόσο για τον προϋπολογισμό όσο και για τη γενικότερη οικονομική πορεία της χώρας. Καταρχήν ο προϋπολογισμός άφησε πλεόνασμα από τις τρέχουσες δαπάνες (δεν περιλαμβάνονται οι δημόσιες επενδύσεις) για πρώτη φορά, παρέχοντας έτσι μία πηγή χρηματοδοτήσεως των δημοσίων επενδύσεων. Το πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 2,1 δισ. κατά την περίοδο 1955-1959 και σε 5,2 δισ. κατά την περίοδο 1960-1963, συνολικά δηλαδή 7,3 δισ. δραχμές για το σύνολο της περιόδου. Το σύνολο του πλεονάσματος αυτού κατευθύνθηκε στις δημόσιες επενδύσεις.
Δεύτερον, η αλματώδης άνοδος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων μετά το 1956 προμήθευσε το τραπεζικό σύστημα με τους απαραίτητους πόρους για να τους διοχετεύσει στη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων.
Η κρατική αποταμίευση -δηλαδή το πλεόνασμα από τον τρέχοντα προϋπολογισμό- παρουσιάζει συνεχή αύξηση από το 1955 έως το 1963 και αντιπροσωπεύει το 10-15% των συνολικών δημοσίων δαπανών για επενδύσεις. Για τη χρηματοδότηση των δημοσίων επενδύσεων της περιόδου χρησιμοποιήθηκαν σε ευρεία κλίμακα και δανειακοί πόροι. Με εγχώριους πόρους (πλεόνασμα του προϋπολογισμού και δημόσιο δανεισμό) χρηματοδοτείται η ανάπτυξη των υποδομών στον αγροτικό τομέα, στην ενέργεια και τις μεταφορές-τηλεπικοινωνίες.
Η μέση ετήσια μεταβολή των δημοσίων επενδύσεων κατά την περίοδο 1956-1963 ανέρχεται σε 13,3% (σε σταθερές τιμές). Οι δημόσιες επενδύσεις, από 1,4 δισ. δρχ. το 1954 έφτασαν τα 5 δισ. το 1963. Η συμμετοχή των δημοσίων επενδύσεων στο σύνολο των επενδύσεων τα έτη 1961-1963 έφτασε το 35%.
Η προσπάθεια στράφηκε κυρίως στον τομέα των μεταφορών, τον εξηλεκτρισμό και τις έγγειες βελτιώσεις. Συγκεκριμένα, στον αγροτικό τομέα κατευθύνθηκε το 28,3%, στη βιομηχανία και την ενέργεια το 27,2% και στις μεταφορές-τηλεπικοινωνίες το 24,2% του συνόλου των δημοσίων επενδύσεων. Κατασκευάζονται και τίθενται σε λειτουργία βασικές μονάδες της Δ.Ε.Η. και κατασκευάζεται σημαντικό συγκοινωνιακό δίκτυο. Παράλληλα, ιδρύονται για πρώτη φορά μια σειρά από βασικές βιομηχανικές μονάδες, όπως χαλυβουργία, ναυπηγεία, διυλιστήρια πετρελαίου, βιομηχανία αλουμινίου, πετροχημική βιομηχανία, βιομηχανία λιπασμάτων, τρία εργοστάσια ζάχαρης, βιομηχανία ελαστικών κ.ά.
Οι δαπάνες επενδύσεων του δημόσιου τομέα κατά την περίοδο αυτή (τόσο του κράτους υπό τη στενή έννοια όσο και των δημόσιων οργανισμών και επιχειρήσεων) συνέβαλαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της οικονομίας, με τη θεμελίωση της υποδομής και την αύξηση της παραγωγικότητας, κυρίως στον αγροτικό τομέα.


στ. Τουρισμός
Ο Κ. Καραμανλής, έχοντας νωρίς αντιληφθεί τη σημασία του τουρισμού, ως πλουτοπαραγωγικής πηγής για μια χώρα όπως η Ελλάδα, είχε συντελέσει, ήδη ως υπουργός Δημοσίων Έργων, μεταξύ 1952-1955, στην εκτέλεση των πρώτων έργων τουριστικής υποδομής. Ως πρωθυπουργός, από το 1955, εγκαινίασε, για πρώτη φορά, ένα ευρύ και συστηματικά συγκροτημένο πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, το οποίο περιέλαβε την ανέγερση ξενοδοχείων και ξενώνων, που ανταποκρίνονταν στις σύγχρονες απαιτήσεις -παράδειγμα η αλυσίδα από 65 «Ξενία»-, την ανάπλαση ιστορικών και αρχαιολογικών χώρων και τη διαμόρφωση χώρων αναψυχής, την επέκταση του οδικού δικτύου, την κατασκευή τουριστικών περιπτέρων, οδικών σταθμών, λιμένων και αεροδρομίων, τον εξωραϊσμό παράκτιων περιοχών και τη δημιουργία πλαζ και μικρών λιμένων για την προσάραξη πλοίων αναψυχής, την οργάνωση καλλιτεχνικών εκδηλώσεων υψηλής στάθμης όπως κυρίως τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, τη συγκρότηση, ακόμη, του αναγκαίου στελεχιακού δυναμικού. Τα άκρως θετικά αποτελέσματα της πολιτικής αυτής αποτυπώνονται στην αύξηση του τουριστικού ρεύματος προς την Ελλάδα, μεταξύ 1955-1963, σε ποσοστό 246,2%.

ζ. Εμπορική ναυτιλία
Αποφασιστική υπήρξε η συμβολή του Κ. Καραμανλή στην αξιοποίηση του μεγάλου ελληνικού εμπορικού στόλου, ως σημαντικού παράγοντα πλουτοπαραγωγικής ανάπτυξης της χώρας. Ευθύς μετά την άνοδό του στην πρωθυπουργία κατόρθωσε, μετά από μεθοδική μελέτη του όλου προβλήματος, να πείσει τους Έλληνες πλοιοκτήτες, τα πλοία των οποίων έφεραν κατά το πλείστον ευκαιριακές σημαίες να αναρτήσουν την ελληνική.
Η ποσοστιαία αύξηση που σημειώθηκε αντιστοιχεί, στη διάρκεια της οκταετίας 1955-1963, σε 170,4% σ’ ό,τι αφορά τον αριθμό των πλοίων, σε 435,3% τη χωρητικότητα, και σε 247,2% το ναυτιλιακό συνάλλαγμα. Η θετική απόδοση της κυβερνητικής πολιτικής και στο ναυτιλιακό τομέα, ως αποτέλεσμα, πέρα από τη λήψη ειδικών μέτρων, και της αποκατάστασης συνθηκών οικονομικής και κοινωνικής σταθερότητας, συνέβαλε, με τη σειρά της, στην οικονομική ανάπτυξη, στην εισαγωγή κεφαλαιουχικών αγαθών και στην αύξηση του εισοδήματος του πληθυσμού σε πολλές περιοχές -από τις οικονομικά ασθενέστερες της χώρας.


η. Κοινωνική πολιτική
Η αποδοτική άσκηση της κοινωνικής πολιτικής συσχετίστηκε από τον Κ. Καραμανλή με την εξασφάλιση των αναγκαίων προϋποθέσεων οικονομικής ανάπτυξης και αύξησης του εθνικού εισοδήματος. Πάνω σ' αυτή τη βάση, πραγματοποιήθηκαν, ήδη από την πρώτη οκταετία της πρωθυπουργίας του, 1955-1963, σημαντικά βήματα προόδου στους τομείς της ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης, της κοινωνικής ασφάλισης και της πρόνοιας.
Η πρώτη δημιουργία πυκνού δικτύου ιατρείων στην ύπαιθρο, η ανακαίνιση και η ανέγερση νέων νοσοκομείων, η οικονομική εξυγίανση και ενίσχυση του Ι.Κ.Α., η καθιέρωση του θεσμού των οικογενειακών επιδομάτων μισθωτών και η εφαρμογή προγράμματος εργατικής κατοικίας και αποκατάστασης των παραπηγματούχων-προσφύγων, συνοδεύτηκαν και από ειδικά μέτρα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών εξαιτίας, ιδιαίτερα, των σεισμών στα Επτάνησα, τη Μαγνησία και τη Σαντορίνη. Αποφασιστικός σταθμός υπήρξε η κοινωνική ασφάλιση των αγροτών: με την ίδρυση, το 1961, του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (Ο.Γ.Α.), πέρα από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη θεσμοθετήθηκε η ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, καθώς και του γήρατος.


(V) Η παιδεία και ο πολιτισμός
α. Ενίσχυση των γραμμάτων και των τεχνών
Έχοντας εκφράσει την πεποίθηση ότι «τα έθνη τοποθετούνται στην ιστορία κυρίως με τις πολιτιστικές τους επιδόσεις», ο Κ. Καραμανλής προσέβλεψε σταθερά στην αξιοποίηση και ανάπτυξη των πολιτιστικών δυνατοτήτων της σύγχρονης Ελλάδας. «Πιστεύω ότι μπορούμε στον τομέα τον πολιτιστικό να φθάσουμε σε υψηλά επίπεδα φθάνει να τον απαλλάξουμε από τις έριδες και τους κομματισμούς, να συνεργασθούμε στενά και να μεθοδεύσουμε τις προσπάθειές μας».
Στη διάρκεια της πρώτης (όσο και της δεύτερης) πρωθυπουργικής θητείας του αναζήτησε τα μέσα για την ενίσχυση των γραμμάτων, του θεάτρου, των εικαστικών τεχνών, της μουσικής ζωής της χώρας. Εξασφάλισε τις προϋποθέσεις για την ανέγερση και τη λειτουργία ζωτικών κέντρων καλλιτεχνικής δραστηριότητας, συνέβαλε στην ενίσχυση της λογοτεχνικής παραγωγής με την καθιέρωση της αγοράς βιβλίων από το κράτος και της οργάνωσης εκθέσεων. Επίσης, καθοριστικής σημασίας για την προαγωγή και προβολή της ελληνικής καλλιτεχνικής παραγωγής υπήρξε η δημιουργία ή ανάπλαση αρχαίων θεάτρων, όπως αυτό του Ηρώδου του Αττικού (βλ. παράρτημα 2).

β. Αρχαιολογική έρευνα και προστασία μνημείων
Το ζωηρό ενδιαφέρον για τη διάσωση και προβολή της πλούσιας πολιτιστικής παρακαταθήκης των Ελλήνων δίνει μία πρόσθετη διάσταση στη θετική παρουσία του Κ. Καραμανλή στο πολιτιστικό πεδίο.
Στον τομέα της αρχαιολογικής έρευνας και της προστασίας των ιστορικών μνημείων επέδειξε στην ευρύτερη διάρκεια της πρωθυπουργικής θητείας του ιδιαίτερη φροντίδα με αφετηρία την αναδιοργάνωση και ενίσχυση της Αρχαιολογικής υπηρεσίας, η οποία εντάχθηκε στο Υπουργείο Προεδρίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η ευρύτερη και περισσότερο άνετη χρηματοδότησή της. Εκπονήθηκε και τέθηκε σε εφαρμογή ειδικό πρόγραμμα για τη διάσωση και συντήρηση της Ακρόπολης (βλ. παράρτημα 1).
Παράλληλα, προσέβλεψε στον εξωραϊσμό του περιβάλλοντος σημαντικών αρχαιολογικών χώρων -της Ακρόπολης, της Ολυμπίας, των Δελφών- σε συνδυασμό με την επιτόπια σύσταση πολιτιστικών κέντρων διεθνούς ακτινοβολίας, στην ίδρυση Μουσείων και στην οργάνωση εκθέσεων στο εξωτερικό με αντικείμενο την αρχαία ελληνική τέχνη.


γ. Μεταρρυθμιστικές τομές στην εκπαίδευση
Το ενδιαφέρον του Κ. Καραμανλή για την ενίσχυση και προαγωγή της εκπαίδευσης εκδηλώθηκε, παρά την αρχική στενότητα οικονομικών μέσων, από την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του. Η βαθμιαία αύξηση των πιστώσεων, σε ποσοστό 9,5%, η σύσταση του Οργανισμού Σχολικών Κτιρίων, η ενίσχυση των Πανεπιστημίων και η πρώτη δημιουργία πανεπιστημιουπόλεων στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα, η αρχική πρόβλεψη και συγκρότηση τομέα Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, αποτελούν καίριες παραμέτρους στην προσπάθεια αυτή.
Ρηξικέλευθη υπήρξε η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού για τη σύσταση, το 1957, δύο επιτροπών από κορυφαίους ειδικούς γενικότερης αποδοχής «προς αντιμετώπισιν των βασικών προβλημάτων της ελληνικής Παιδείας, καθώς και των θεμάτων των τομέων Γραμμάτων και Τεχνών». Τα πορίσματα της μελέτης αυτής υποβλήθηκαν σε ειδική Διακομματική Επιτροπή και ενσωματώθηκαν στο Ν.3971/59 «περί Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, Οργανώσεως Μέσης Εκπαιδεύσεως και Διοικήσεως της Παιδείας».


δ. Ανάπτυξη του αθλητισμού
Ο Κ. Καραμανλής εγκαινίασε τη συστηματική προσπάθεια για την ενίσχυση του ελληνικού αθλητισμού με τη σύσταση, το 1957, της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού, ως υπηρεσίας ανεξάρτητης. Προκειμένου, εξάλλου, να εξασφαλίσει τα αναγκαία μέσα οικονομικής υποστήριξης, καθιέρωσε, δύο χρόνια αργότερα, το ΠΡΟ-ΠΟ (δελτίο προγνωστικών των ποδοσφαιρικών αγώνων), η αποδοτική λειτουργία του οποίου συνέβαλε στη θεμελίωση και εκτέλεση σειράς έργων, αθλητικών εγκαταστάσεων, γηπέδων και γυμναστηρίων, ανάμεσά τους, το Καυτανζόγλειο Στάδιο και το Αλεξάνδρειο Μέλαθρον στη Θεσσαλονίκη, το Στάδιο Καραϊσκάκη, το Αθλητικό Κέντρο του Αγίου Κοσμά και το Γήπεδο Γκολφ στη Γλυφάδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: