Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που παρακολούθησα στην εκπομπή "οι Φάκελοι" την ιστορία ενός Ελληνοαμερικανού πράκτορα, ο οποίος είχε συλληφθεί γιατί έδινε πληροφορίες ζωτικού εθνικού ενδιαφέροντος στις ελληνικές αρχές. Έγκλειστος σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στις Η.Π.Α., δεν μπορούσε εδώ και χρόνια να δει ή να μιλήσει στην οικογένειά του. Ο Αλέξης Παπαχελάς οργάνωσε μία τηλεδιάσκεψη για να μπορέσει να... συναντήσει και να πει δύο κουβέντες στους δικούς του ανθρώπους: τη γυναίκα και τα δύο παιδιά του. Τελικά, αποφυλακίστηκε πριν ένα χρόνο περίπου, αλλά δεν μπορούσε να μεταβεί στην Ελλάδα για λόγους ασφαλείας. Χθες, κατόρθωσε επιτέλους να επιστρέψει στην πατρίδα και να βρεθεί δίπλα σε εκείνους που δεν τον ξέχασαν ποτέ.
Aντιγράφω το κείμενο του Α. Παπαχελά από την "Καθημερινή της Κυριακής" (25-11-07)...
Είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου τον Στήβεν Λάλας το 1993 σε ένα δικαστήριο στη Βιρτζίνια, λίγο έξω από την Ουάσιγκτον. Εμοιαζε με αγρίμι που το κυνηγούν, που έχουν πέσει άγρια φώτα πάνω του και τώρα περιμένει την τιμωρία του με τρόμο στα μάτια του. Ηταν δεμένος με αλυσίδες στα πόδια, χειροπέδες στα χέρια του, και η αίθουσα ήταν γεμάτη από πράκτορες κάθε αμερικανικής υπηρεσίας, της CIA, του FBI, του Πενταγώνου. Ο Λάλας τα είχε κυριολεκτικά χαμένα, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τι ακριβώς του είχε συμβεί.
Εκείνη την ώρα, κανείς επίσημος ή μη Ελληνας δεν του συμπαραστάθηκε και αυτό είχε κοστίσει πολύ στον ίδιο και στην οικογένειά του. Μία από τις ηγετικές, και υποτίθεται «πατριωτικές» φυσιογνωμίες της ελληνοαμερικανικής ομογένειας πέταξε κυριολεκτικά έξω από το γραφείο του κάποιον που τόλμησε να του προτείνει να βοηθήσει οικονομικά την, απελπιστικά ακριβή, νομική υπεράσπιση του Λάλας. Τον βοήθησαν κυρίως η οικογένειά του και ορισμένοι Ελληνοαμερικανοί που το έκαναν με φόβο ψυχής. Και αυτά, σε αντίθεση με την περίπτωση του Ισραηλινού κατασκόπου Πόλαρντ, τον οποίο «αγκάλιασε» η εβραϊκή κοινότητα, ενώ δεν πέρασε ούτε μία αμερικανοϊσραηλινή συνάντηση κορυφής χωρίς να μπει το θέμα Πόλαρντ στην ατζέντα.
Θυμάμαι ακόμη την ημέρα που ο Λάλας καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 168 μηνών σε φυλακή υψίστης ασφαλείας. Ο ίδιος κοιτούσε παγωμένος τον δικαστή που του απήγγειλε την ποινή. Στα πίσω καθίσματα της αίθουσας, πράκτορες της CIA είχαν ανοίξει κουτιά και μοίραζαν ποτήρια, στιλό και άλλα δώρα με το σήμα της υπηρεσίας τους. Τα χάρισαν, ως σουβενίρ για την επιχείρηση σύλληψης του Λάλας, στους εισαγγελείς, τους πράκτορες του FBI και όσους άλλους συνεργάσθηκαν μαζί τους.
Από το 1993 έως το 2005 μιλούσα τακτικά με τον Λάλας στη φυλακή. Τον ειδοποιούσα, έπαιρνα στη φυλακή κάποια συγκεκριμένη ώρα και μιλούσαμε, έχοντας πάντοτε υπόψη μας πως η συνομιλία μαγνητοφωνείται. Ζητούσε βιβλία, εφημερίδες και στο τέλος φώναζε πάντοτε «Ζήτω η Ελλάδα, ζήτω η πατρίδα». Δεν διακατέχομαι από εθνικιστικό πυρετό, αλλά πάντοτε μου έκανε εντύπωση, με συγκινούσε το γεγονός ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν χωμένος σε ένα μπουντρούμι, χιλιάδες μίλια μακριά από την οικογένειά του, γνωρίζοντας πως φταίει κατά 99% η Ελλάδα και το απίστευτο κράτος της, και παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να φωνάζει «Ζήτω η Ελλάδα».
Η έξοδος
Ξαναείδα τον Λάλας το καλοκαίρι του 2005. Πήγαμε μαζί με ένα φίλο του στη φυλακή από όπου βγήκε για να πάει στο σπίτι του αδελφού του, στο οποίο θα περνούσε μερικά χρόνια υπό περιορισμό. Θυμάμαι ακόμη τη λαιμαργία με την οποία έφαγε το πρώτο του μεσημεριανό, ελεύθερος πια. Αρπαζε τα ψωμιά, το μπέικον, κοιτούσε γύρω του με έκπληξη και λίγο αγωνία μήπως τυχόν και τον ψάχνει κανείς. Κάποια στιγμή κατάλαβα την αγριότητα της φυλακής, όταν τον είδα να έχει πάρει ένα τεράστιο κοφτερό μαχαίρι, από αυτά με τα οποία κόβουν τις μεγάλες μπριζόλες στην Αμερική, και άρχισε να καθαρίζει τα δόντια του. Ηταν ένας άνθρωπος που βιαζόταν να τα ζήσει όλα. Μετά το γεύμα πήγαμε σε ένα εμπορικό κέντρο, όπου έκανε σαν το παιδί του Ντίκενς που τα θέλει όλα, ρούχα, ένα ρολόι, γυαλιά...
Πήγαμε σε ένα ξενοδοχείο και εκεί, κουρασμένος, άρχισε να μου διηγείται την ιστορία του.
Ο πιο πολύτιμος πράκτορας ήταν χωρίς προστασία
Γεννημένος το 1953, στο Ρότσεστερ στο Νιου Χαμσάιρ, ο Λάλας μεγάλωσε με τις διηγήσεις των παππούδων που κατάγονταν από τη Σμύρνη, από ένα χωριό που το έλεγαν παλιά Κάτω Παναγία και οι Τούρκοι το ονομάζουν Λατσέτα. Παιδί σχεδόν ακόμη κατετάγη στον αμερικανικό στρατό και υπηρέτησε στο Βιετνάμ.
Το 1977 ήταν η πιο κρίσιμη χρονιά της ζωής του. Ο Λάλας δούλευε στην υπηρεσία επικοινωνιών των Αμερικανών στο στρατηγείο του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη. Εκεί τον πλησίασε ένας ικανότατος Ελληνας αξιωματικός, ο οποίος ήταν στέλεχος της ΚΥΠ. Του ζήτησε να βοηθήσει την Ελλάδα με το επιχείρημα πως «βοήθησε την πατρίδα, δεν βλέπεις ότι η Τουρκία έχει τη δεύτερη στρατιά του Αιγαίου και τα καράβια απέναντί μας;». Ο Λάλας πείσθηκε, έβαλε απόρρητα έγγραφα για τη διάταξη των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και του τα έδωσε. Πέρα από το αγκάλιασμα του Ελληνα πράκτορα, άρχισε ύστερα από λίγο καιρό να παίρνει και ένα επιμίσθιο από την ΚΥΠ. Οσοι δούλεψαν μαζί του, από την πλευρά της ελληνικής μυστικής υπηρεσίας, πιστεύουν όμως πως έκανε ό,τι έκανε από φανατικό πατριωτισμό και την αγάπη του για τη χώρα των γονιών του.
Σημειώματα
Ο Λάλας έφυγε από τον στρατό και πήγε στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, όπου έγινε χειριστής των απόρρητων κέντρων επικοινωνίας που έχει κάθε πρεσβεία. Με άλλα λόγια, από τα χέρια του περνούσαν τα πλέον ευαίσθητα και απόρρητα τηλεγραφήματα. Υπηρέτησε στο Βελιγράδι την περίοδο 1983-85 και στην Κωνσταντινούπολη την περίοδο 1985-89. Εκεί συνεχίζει να δίνει πληροφορίες στην ΚΥΠ. Οι πληροφορίες πήγαιναν ακατέργαστες στη διοίκηση της Υπηρεσίας, στη λεωφόρο Κατεχάκη, και από εκεί συντάσσονταν ενημερωτικά σημειώματα για τον πρωθυπουργό και ενίοτε τον υπουργό Εξωτερικών, που περιείχαν μεν τις πληροφορίες αλλά συγκεκαλυμμένες και χωρίς ποτέ να «καρφώνεται» η πηγή τους.
Ο Λάλας περνούσε τον Εβρο, όσο υπηρετούσε στην Κωνσταντινούπολη, και συναντιόταν με έναν Ελληνα πράκτορα στον οποίο έδινε τα έγγραφα. Ελληνας πολιτικός, που χειρίσθηκε εξαιρετικά ευαίσθητες υποθέσεις, είχε αποκαλύψει στον γράφοντα ότι «κυριολεκτικά συγκλονίσθηκα όταν πήρα το πρώτο σημείωμα που ήταν βασισμένο στον Λάλας. Το διάβασα, δεν το πίστεψα στην αρχή και την επομένη άκουσα τον Αμερικανό ομόλογό μου να μου αναφέρει ένα ένα τα σημεία που είχα διαβάσει. Ηταν απίστευτο».
Στην Αθήνα
Το 1990, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έστειλε τον Λάλας στην Αθήνα ως χειριστή του επικοινωνιακού κλωβού του υπερασφαλούς κέντρου απόρρητων επικοινωνιών στο κτίριο της Βασιλίσσης Σοφίας. Ο Λάλας έστελνε τα χαρτιά, και αντί να τα καταστρέφει στο ειδικό μηχάνημα, τα έπαιρνε σε κομματάκια, τα έβαζε στην τσέπη του και πήγαινε στα εβδομαδιαία ραντεβού με τον πράκτορα που τον χειριζόταν, ο οποίος είχε βέβαια αλλάξει από τη Σμύρνη και ήταν αμφιβόλων επιχειρησιακών ικανοτήτων σε σημείο που χρησιμοποιούσε το κρησφύγετο της υπηρεσίας για... εξωσυζυγικές ασχολίες.
Οταν έρχεται στο προσκήνιο η υπόθεση των Σκοπίων, η πίεση στον Λάλας γίνεται αφόρητη. Ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θέλει περισσότερη ενημέρωση. Η διαφορά είναι ότι είχε αλλάξει ο τρόπος που διακινούνταν οι πληροφορίες του Λάλας, καθώς τα ενημερωτικά σημειώματα της ΚΥΠ έφταναν τώρα μέχρι και σε υφυπουργούς Εξωτερικών. Με βάση ένα τέτοιο σημείωμα, Ελληνας αξιωματούχος στο κέντρο ζήτησε από την ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον να κάνει διάβημα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για κάποιο θέμα. Ο Αμερικανός διπλωμάτης που δέχθηκε το διάβημα εντυπωσιάσθηκε, γιατί ήταν βασισμένο σε μια πληροφορία που δεν έπρεπε να γνωρίζει η Αθήνα. Δεν έδειξε καμία ταραχή, αλλά ενημέρωσε αμέσως το Τμήμα Ασφαλείας του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Η αποκάλυψη
Επειτα από λίγες ημέρες, Αμερικανοί πράκτορες έφταναν στην Αθήνα και τοποθετούσαν κρυφές κάμερες και μικρόφωνα στα γραφεία από όπου μπορεί να είχε περάσει έγγραφο που ανέφερε την επίμαχη πληροφορία. Αμέσως αντελήφθησαν ότι ο Λάλας κινούνταν περίεργα στον κλωβό επικοινωνίας και πως έπαιρνε μαζί του απόρρητα χαρτιά. Τον παρακολούθησαν για μέρες έως ότου τον εντόπισαν στο τακτικό του ραντεβού στα Ιλίσια με Ελληνα αξιωματικό της ΚΥΠ.
Είναι ασφαλώς απίστευτο πως η ελληνική μυστική υπηρεσία δεν είχε ομάδα αντιπαρακολούθησης για να προστατεύει τον πλέον πολύτιμο πράκτορά της. Την επομένη, η πρεσβεία τού ζήτησε να πάει επειγόντως για υπηρεσιακούς λόγους στην Ουάσιγκτον. Ο Λάλας δεν αντελήφθη τον κίνδυνο, δεν ενημέρωσε την ΚΥΠ και έφυγε, ενώ θα μπορούσε να έχει ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Στο αεροδρόμιο της Ουάσιγκτον τον περίμεναν πράκτορες του FBI, οι οποίοι τον οδήγησαν σε κοντινό ξενοδοχείο για μια «φιλική ανάκριση».
Στην αρχή τα αρνήθηκε όλα, αλλά όταν αρχισαν να του δείχνουν βίντεο από το κέντρο επικοινωνιών, στα οποία φαινόταν καθαρά τι έκανε, ή φωτογραφίες από τις συναντήσεις του με Ελληνες πράκτορες, έσπασε. Αρχισε να ομολογεί τη δράση του από το 1977 και άρχισε η μακρά ανάκρισή του, για να διαπιστώσουν όλες οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες πόση ζημιά είχε κάνει στα αμερικανικά συμφέροντα, πόσα κρατικά μυστικά τους ή της Τουρκίας είχε δώσει στις ελληνικές υπηρεσίες. Ο Λάλας γλίτωσε τα ισόβια επειδή συνεργάσθηκε με τις Αρχές και τους έδωσε την πλήρη εικόνα των εγγράφων που είχαν περάσει από τα χέρια του.
«Το κρίμα μέσα μου»
Στο παρασκήνιο, εν τω μεταξύ, υπήρχαν έντονα διαβήματα προς τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη αλλά και φόβοι υπουργών του πως «οι Αμερικανοί θα μας ρίξουν από αυτή την υπόθεση».
Ο ίδιος ο τότε πρωθυπουργός αναφέρει σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες του πως «έχω το κρίμα μέσα μου γι’ αυτό που συνέβη στον Λάλας» ενώ ήταν, μαζί με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη, οι μόνοι πολιτικοί που υποστήριξαν δημοσίως την ανάγκη να τον βοηθήσει το ελληνικό κράτος ώστε να ξαναβρεθεί με τη σύζυγό του, Μαρία, και τα δυο του παιδιά στην Καβάλα. Ο Λάλας και η οικογένειά του είχαν βοηθηθεί από ανώνυμους Ελληνες, γνωστούς και μη, από την ώρα που η ιστορία του άρχισε να ξανακούγεται.
Ο ίδιος βασανιζόταν μετά το 2005 και μερικές φορές υπήρξαν θερμοκέφαλοι που του συνέστησαν να βγει παράνομα από την Αμερική και να καταφύγει, ζητώντας άσυλο, στην Ελλάδα.
Θα επρόκειτο ασφαλώς περί τραγωδίας, διότι το πιθανότερο ήταν να συλληφθεί εκ νέου χωρίς να ξαναδεί το φως μιας κανονικής μέρας έξω από το κελί του ή να φτάσει στην Αθήνα, προκαλώντας μεγάλη κρίση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Με καθυστέρηση... δεκατεσσάρων ετών
Χάρη στη βοήθεια του Κύπριου φίλου του Μιχάλη Κυπριανού, η ελληνική κυβέρνηση ευαισθητοποιήθηκε με πρωτοβουλία αρχικά του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης Αναστάση Παπαληγούρα. Το ελληνικό κράτος με την ένθερμη υποστήριξη κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων έκανε το χρέος του απέναντι στον Λάλας, έστω και με καθυστέρηση 14 ετών.
Είναι γνωστό πως στις σοβαρές χώρες που διατρέχουν κίνδυνο εθνικής ασφαλείας λένε πως «η αξιοπιστία μιας χώρας μετριέται από το πώς θα φερθεί σε έναν κατάσκοπό της μετά την σύλληψή του» ή –όπως το έλεγαν οι Ισραηλινοί– «κάθε κατάσκοπος πρέπει να είναι ένας πρίγκιπας για τη χώρα». Το ελληνικό κράτος απέτυχε οικτρά να προστατεύσει την πολυτιμότερη πηγή του των τελευταίων δεκαετιών, από ένα συνδυασμό ανικανότητος, κομματικών ρουσφετιών που έβαλαν τους λάθος ανθρώπους στις λάθος θέσεις και από... σκέτη βλακεία.
Οι «πατριώτες» και οι πατριώτες
Αυτά που έμαθα έχοντας ζήσει αυτήν την ιστορία από την πρώτη μέρα του Λάλας στο δικαστήριο έως την ημέρα της αποφυλάκισής του είναι πολλά. Πρώτα απ’ όλα πως οι πρώτοι που κρύβονται όταν ξεσπούν τα δύσκολα είναι οι αυτοαπακαλούμενοι πατριώτες ή αλλιώς οι πανηγυρτζήδες πατριώτες του γλυκού νερού που είναι πρόθυμοι να παρασύρουν τη χώρα σε μια περιπέτεια και μετά κρύβονται και αφήνουν τους λίγους ψυχρούς επαγγελματίες που δεν ενδιαφέρονται για τη δημοσιότητα να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά. Εμαθα ακόμη πως το ελληνικό μεταπολιτευτικό κράτος έχει σαπίσει στον σκληρό πυρήνα των πιο ευαίσθητων υπηρεσιών του. Το 1977 άντεχε ακόμη και έκανε σχετικά καλά τη δουλειά του, αλλά το 1993 είχε μπερδέψει τους χωροφύλακες - κομματάρχες με τους πράκτορες, και την ΚΥΠ με τις κλαδικές.
Το τελευταίο που έμαθα, και ας μου συχωρεθεί ο συναισθηματισμός, είναι ότι αυτό που κουβαλάνε μέσα τους οι Ελληνες της Διασποράς δεν έχει τίποτα να κάνει με τον υπερπατριωτικό βερμπαλισμό των εγχώριων μαϊντανών μας. Είναι μια τρελή αγάπη για μια χώρα που υπάρχει ακόμη μόνο μέσα στο μυαλό τους, ένας πατριωτισμός που είναι εξαιρετικά αγνός και δεν κρύβει υστεροβουλίες ή διάθεση προβολής. Και αυτόν πλήρωσε, προφανώς, ο Στήβεν Λάλας που γνώρισα και που σήμερα θα ξαναδεί επιτέλους την οικογένειά του ύστερα από 14 χρόνια...
Tα συμπεράσματα του δημοσιογράφου, στο τέλος, με εκφράζουν απόλυτα. Το μόνο που με κάνει να αισιοδοξώ είναι ότι ακόμα και σ' αυτούς τους μοντέρνους καιρούς υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που βάζουν πάνω από την προσωπική τους ευτυχία και επιτυχία, το καλό της πατρίδας. Ευτυχώς, υπάρχουν ήρωες ακόμα ανάμεσά μας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου